Η κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας είχε καταστροφικές συνέπειες τόσο για την οικονομία, όσο και για την κοινωνία, σύμφωνα με τη βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου. Η τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, μιλώντας στο Documento ξεκαθάρισε, μεταξύ άλλων, ότι η μη στήριξη των δημόσιων δομών δεν συνιστά αποτελεσματικό μοντέλο. Αναλυτικά η συνέντευξη της κ. Αχτσιόγλου:
«Η κυβέρνηση της ΝΔ έκανε ολέθρια λάθη στη διαχείριση της πανδημίας. Π.χ. στο πρώτο κύμα επέβαλε τρεις μήνες σκληρό lockdown ακολουθώντας το παράδειγμα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης ενώ οι άλλες χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης δεν το έκαναν, διαφυλάσσοντας την οικονομία τους. Στο δεύτερο κύμα, κι ενώ η ύφεση προσέγγιζε το 10%, έβαλε τη χώρα σε lockdown τύπου ακορντεόν με διάρκεια μεγαλύτερη από κάθε άλλης δυτικοευρωπαϊκής χώρας. Αλλά ο Χρήστος Σταϊκούρας λέει ότι δεν μπορούν να στηρίξουν όλους όσοι έχουν πληγεί από την πανδημία. Εσείς πού αποδίδετε αυτή την ολέθρια διαχείριση;
«Πράγματι εδώ και μήνες βιώνουμε τις συνέπειες της καταστροφικής κυβερνητικής διαχείρισης τόσο της πανδημίας όσο και της οικονομικής κρίσης που τη συνοδεύει. Στη διαχείριση της πανδημίας η κυβέρνηση δεν προέβη σε μέτρα αυτονόητα για την ανάσχεση της εξάπλωσης του ιού και την προστασία του πληθυσμού, δηλαδή σε μέτρα ουσιαστικής στήριξης του δημόσιου συστήματος υγείας: μόνιμες προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, συνταγογράφηση δωρεάν τεστ ώστε να υπάρχει σωστή ιχνηλάτηση του ιού, επίταξη ιδιωτικών κλινικών. Αλλά ούτε στις τρεις βασικές εστίες υπερμετάδοσης του ιού, δηλαδή τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα σχολεία και τους μεγάλους χώρους εργασίας, εφάρμοσε προληπτικά μέτρα, ισχυριζόμενη κατά καιρούς αστειότητες ότι σ’ αυτούς τους χώρους ο ιός δεν κολλάει, για να αποδειχθεί ψευδόμενη λίγες μέρες μετά.
Η κυβέρνηση το μόνο που έκανε και κάνει είναι να χειρίζεται έναν διακόπτη lockdown. Αυξάνονται τα κρούσματα, επιβάλλει lockdown. Μειώνονται τα κρούσματα, αίρει το lockdown. Μια πολιτική καταστροφική και για την κοινωνία και για την οικονομία. Και σαν να μην έφταναν αυτά, στην οικονομία εξαρχής έλαβε την απόφαση να μην προχωρήσει σε ουσιαστική στήριξη του εισοδήματος των πολιτών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, όπως ήταν αναμενόμενο, να προκαλέσει μια ύφεση βαθύτερη κι απ’ αυτήν του 2011 στη χώρα, κυρίως όμως να έχει ακυρώσει όλες τις δυνατότητες για ανάκαμψη. Εξαρχής ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ήταν ότι εφαρμόζει συνετή δημοσιονομική πολιτική. Όμως όταν σε τέτοιες κρίσεις δεν προβαίνεις σε σοβαρές δημόσιες δαπάνες που στηρίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας, το εισόδημα και την κατανάλωση, τότε φέρνεις τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οδηγείς την οικονομία σε εκτροχιασμό. Και αυτό ακριβώς έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ.
Προφανώς ως έναν βαθμό έχουμε να κάνουμε με ανικανότητα, αλλά δεν είναι αυτή η κύρια αιτία. Η πραγματική αιτία αυτών των επιλογών και των ολέθριων συνεπειών τους σχετίζεται με το ότι έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση βαθιά ιδεοληπτική, που επιμένει στο νεοφιλελεύθερο δόγμα με την προσήλωση νεοφώτιστου».
Και πού αποδίδετε την επίμονη άρνηση της κυβέρνησης να κάνει τα αυτονόητα: την ενίσχυση του ΕΣΥ, των δημόσιων συγκοινωνιών και της δημόσιας εκπαίδευσης με αραίωση του μαθητικού πληθυσμού;
«Όταν η πολιτική σου θέση είναι ότι η υγεία πρέπει να παρέχεται μέσα από συμπράξεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα προφανώς δεν θα στηρίξεις το δημόσιο σύστημα. Όταν προτεραιότητά σου είναι η εισχώρηση των ιδιωτών στην παιδεία προφανώς δεν θα ενισχύσεις το δημόσιο σύστημα παιδείας. Όταν η θέση σου είναι ότι οι ιδιώτες πρέπει να χειρίζονται τις μεταφορές προφανώς δεν θα ενισχύσεις τις δημόσιες συγκοινωνίες. Και όταν ο τουρισμός σημαίνει εξυπηρέτηση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, τότε προφανώς δεν θα εφαρμόσεις ενιαία πρωτόκολλα στις πύλες εισόδου της χώρας. Βλέπετε λοιπόν ότι το πρόβλημα δεν είναι επιμέρους αστοχίες. Το πρόβλημα είναι το στρατηγικό μοντέλο. Δεν είναι η ΝΔ που αποτυγχάνει. Είναι το στρατηγικό μοντέλο που υπηρετεί αυτό που έχει αποτύχει παταγωδώς.
Το επιπλέον ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι σήμερα ακόμη και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη ακολουθούν τον λεγόμενο κεϊνσιανισμό της κρίσης στο πλαίσιο μιας βραχυπρόθεσμης αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας. Ακριβώς διότι η κρίση της Covid-19 ανέδειξε σαν μεγεθυντικός φακός τα όρια ενός μοντέλου που απαξίωνε τις δημόσιες δομές και θεοποιούσε την ιδιωτική πρωτοβουλία, τα όρια του μοντέλου που θεωρούσε ότι η απορρυθμιστική τάση της αγοράς μπορεί να φέρει τα βέλτιστα οικονομικά αποτελέσματα. Έτσι, βλέπουμε ότι και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη προχωρούν έστω και βραχυπρόθεσμα σε σχέδια που στοχεύουν στην ενίσχυση των δημόσιων δομών, του δημόσιου συστήματος υγείας και των δημόσιων μεταφορών. Η κυβέρνηση στην Ελλάδα όμως όχι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον προϋπολογισμό του 2021 προέβλεψε μείωση της χρηματοδότησης του ΕΣΥ σχεδόν κατά 600 εκ. ευρώ (!). Η περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης συνιστά εξαιρετική περίπτωση ακραίας ιδεολογικής εμμονής».
Τα περιοριστικά μέτρα προκάλεσαν ασφυξία στην αγορά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όχι μόνο λόγω της μεγάλης διάρκειάς τους αλλά και επειδή τα ανεπαρκή μέτρα στήριξης που λαμβάνονται ευνοούν τους μεγάλους σε βάρος των μικρών. Π.χ. οι επιστρεπτέες μοιράζονται με βάση αλγόριθμους που ευνοούν τις μεγάλες επιχειρήσεις σε βάρος των μικρών. Βλέπετε κι άλλα τέτοια στοιχεία και πολιτικές που δείχνουν ότι η συμπίεση των μικρομεσαίων στην πανδημία δεν συμβαίνει τυχαία;
«Όπως η μη στήριξη των δημόσιων δομών, έτσι και η μη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν συνιστά σημειακό λάθος αλλά τμήμα συνολικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση επιτάχυνε τον τελευταίο χρόνο ένα σχέδιο που είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζει πριν από την πανδημία. Τι λέει αυτό; Ότι τάχα η ώθηση στην ελληνική οικονομία θα προκύψει εφόσον, πρώτον, ελαστικοποιηθεί περαιτέρω η εργασία με άμεσο αντίκτυπο στους μισθούς· δεύτερον, προχωρήσουν ιδιωτικοποιήσεις υποδομών, δικτύων, υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης και φυσικά του ασφαλιστικού· τρίτον, συρρικνωθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που γίνονται αντιληπτές ως βαρίδι στην οικονομία. Όλα αυτά δεν είναι υποθέσεις, αποτελούν σαφώς διακηρυγμένο σχέδιο, όπως εξάλλου καθαρά αποτυπώνεται και στην έκθεση Πισσαρίδη.
Περιττό να υπενθυμίσω ότι αυτό το στρατηγικό μοντέλο δοκιμάστηκε δυστυχώς στην Ελλάδα και αποδείχθηκε όχι μόνο κοινωνικά διαλυτικό αλλά και οικονομικά άκρως αναποτελεσματικό. Όλοι θυμόμαστε τις «μεταρρυθμίσεις» της περιόδου 2010-14 που εκτίναξαν την ανεργία στο 28% και την ανεργία των νέων στο 60%, όξυναν τις κοινωνικές ανισότητες, δημιούργησαν μια ολόκληρη γενιά εργαζόμενων φτωχών, προκάλεσαν ανθρωπιστική κρίση και βαθύτατη παρατεταμένη ύφεση. Είναι προφανές λοιπόν ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «νέο» μοντέλο, αλλά με ένα εξαιρετικά παρωχημένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που δοκιμάστηκε και απέτυχε παταγωδώς. Ένα μοντέλο που μειώνει το εισόδημα και το επίπεδο κοινωνικών υπηρεσιών για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, ευρύτατων μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων, που προδήλως αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες. Ένα μοντέλο που επιλέγει πλευρά. Ποια κοινωνική τάξη θέλει να υπηρετήσει».
Πριν από λίγες μέρες ο παραιτηθείς στη συνέχεια επικεφαλής του ΤΧΣ ανακοίνωσε ότι η Τράπεζα Πειραιώς θα επανιδιωτικοποιηθεί μέσα στον Μάρτιο, με ζημία 2 δισ. ευρώ του Δημοσίου. Αν είχαμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που θα διατηρούσε την Πειραιώς σε δημόσιο έλεγχο και λειτουργία, πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
«Στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς η κυβέρνηση ακολούθησε μια προκλητική μεθόδευση την οποία εξαρχής αναδείξαμε. Μια μεθόδευση η οποία θίγει ευθέως το δημόσιο συμφέρον και μόνο κριτήριο έχει την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων. Η θέση μας από την πρώτη στιγμή ήταν σαφής. Εφόσον η Τράπεζα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα τοκομερίδια που οφείλει στο ελληνικό δημόσιο, το δημόσιο αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών. Οποιαδήποτε άλλη επόμενη κίνηση είναι καθαρή μεθόδευση εις βάρος του δημοσίου.
Η κυβέρνηση τι κάνει; Ουσιαστικά προωθεί μια επανιδιωτικοποίηση της τράπεζας μέσω της κρατικοποίησής της, δηλαδή ενώ τυπικά και νομικά το δημόσιο θα έπρεπε να αποκτήσει και να διατηρήσει το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών, η τράπεζα προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στην οποία το δημόσιο δεν συμμετέχει και έτσι το δημόσιο βρίσκεται χαμένο: ούτε τα τοκομερίδια που δικαιούται λαμβάνει ούτε αποκτά τις μετοχές που του αντιστοιχούν. Αν είχαμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το κράτος θα αποκτούσε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών και, μέσα από την ενεργή παρέμβασή του στη διοίκηση, θα μπορούσε να ασκήσει μια πολιτική σαφώς περισσότερο υποστηρικτική στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αυτήν τη στιγμή είναι στην πλειονότητά τους αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό».
Οι χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν έδωσαν ανάπτυξη 3,5% το 2021 και 5% το 2022. Αυτό σημαίνει ότι φτάνοντας στο 2023 όπου θα επανέλθουν οι δημοσιονομικοί κανόνες στην Ευρώπη και η χώρα μας θα πρέπει να βγάζει πλεονάσματα 2.5% η οικονομία θα είναι πιο κάτω και από το 2019. Με αυτή την εξέλιξη δεν κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε νέες περιπέτειες μνημονιακού τύπου;
«Ναι, ο κίνδυνος είναι ορατός. Και αυτό συμβαίνει ακριβώς λόγω της καταστροφικής οικονομικής διαχείρισης της ΝΔ. Η κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα να γίνει ουραγός της Ευρώπης, ενώ είχε όλα τα πλεονεκτήματα για να εξελιχθούν τα πράγματα διαφορετικά: εισήλθε στην πανδημία πιο αργά, το πρώτο κύμα ήταν εξαιρετικά ήπιο, οι δημοσιονομικές δυνατότητες μεγάλες, υπήρχε μαξιλάρι ασφαλείας, ρυθμισμένο χρέος κ.λπ. Η χώρα αυτήν τη στιγμή συντρίβεται υπό το βάρος τριών πολύ καθοριστικών παραγόντων: το 2020 είχε μια από τις βαθύτερες υφέσεις στην Ευρώπη, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε στο 210% και οι εργαζόμενοι υφίστανται τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος στην Ευρώπη. Και τα τρία στοιχεία συγκροτούν ένα ναρκοπέδιο που εμποδίζει οποιαδήποτε προοπτική ανάκαμψης, ιδίως όσο η ίδια καταστροφική πολιτική συνεχίζεται. Σ’ αυτά να προσθέσει κανείς ότι λόγω της διαχείρισης της κυβέρνησης το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχει επίσης εκτιναχθεί και ο κύκλος εργασιών ιδίως κλάδων όπως η εστίαση έχει μειωθεί στο μισό, με αποτέλεσμα τα μαζικά λουκέτα να έχουν ήδη αρχίσει. Όσο οι ευρωπαϊκές «διευκολύνσεις» λόγω πανδημίας συνεχίζονται, δηλαδή η αναστολή του συμφώνου σταθερότητας και το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ, η Ελλάδα αποτελεί δύσκολη μεν περίπτωση, εντός δε ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού προβλήματος. Μόλις όμως οι μεγάλες οικονομίες αρχίζουν να ανακάμπτουν, και αυτό θα συμβεί με ριζικό τρόπο, οι «διευκολύνσεις» θα σταματήσουν και τότε η Ελλάδα, ούσα και πάλι ουραγός, θα έρθει αντιμέτωπη με νέα κρίση χρέους, θα έρθει αντιμέτωπη με μέτρα λιτότητας και περιπέτειες μνημονιακού χαρακτήρα. Να γιατί η πολιτική της ΝΔ δεν είναι απλώς εσφαλμένη στο παρόν αλλά ενδέχεται να αποδειχθεί ολέθρια για το μέλλον της χώρας».