Από το μεγάλο θέμα του πολέμου στο Λίβανο ξεκίνησε η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στην ΕΡΤ1. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος για προσφυγικές ροές, ήταν η πρώτη παρατήρησή του, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «το πρώτο σημείο, στο οποίο πρόκειται να πάνε οι πρόσφυγες από τον πόλεμο αυτό, είναι η Τουρκία. Είναι όμορη και ασφαλής χώρα», υπογράμμισε και διαβεβαίωσε ότι η χώρα μας παρακολουθεί το ζήτημα.
Με αφορμή, μάλιστα, την πρόσφατη θέση του Βερολίνου για το μεταναστευτικό, προχώρησε στην εκτίμηση ότι «μας ευνοεί το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Γερμανία αναγκάζεται να υιοθετεί μέτρα, τα οποία είναι εκτός πλαισίου». Και, ενδεχομένως να κατανοήσει «και κάτι που για πολλά χρόνια δεν κατανοούσε, την ανάγκη να πάρουμε μέτρα εντός πλαισίου, εντός του Συμφώνου για τη Μετανάστευση.
«Χάρη στον Κυριάκο Μητσοτάκη, χάρη σε αυτήν την κυβέρνηση για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αντιμετωπίσει το ζήτημα της μετανάστευσης ως ένα ζήτημα προστασίας και ασφάλειας των ευρωπαϊκών συνόρων, θαλασσίων και χερσαίων. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε αυτή η προσέγγιση», επεσήμανε ο υπουργός Επικρατείας.
Ευκαιρίας δοθείσης, επιτέθηκε όμως στην αξιωματική αντιπολίτευση για τις θέσεις της στο θέμα του φράχτη στον Έβρο: «Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα που ενήργησαν στην κατεύθυνση να μην υπάρξει χρηματοδότηση του φράχτη στον Έβρο, αναφέρομαι στον ΣΥΡΙΖΑ».
Όμως, «και ο φράχτης θα χρηματοδοτηθεί - εμείς θα τον κάναμε ούτως ή άλλως - αλλά είναι σημαντικό να υπάρχει μια συνολική ανακατεύθυνση για να γίνουν κατανοητές οι θέσεις της Ελλάδος. Ο Έλληνας πρωθυπουργός πολλές φορές αισθάνθηκε μοναξιά την ώρα που υπερασπιζόταν την, κατά τη γνώμη μου, απολύτως εύλογη μεταναστευτική πολιτική. Σκληρή, αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική», ανέφερε κλείνοντας τη συγκεκριμένη απάντηση.
Στα ελληνοτουρκικά, αφού παρέπεμψε στην πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού από τη Νέα Υόρκη, ο Μ. Βορίδης αναγνώρισε ότι είναι «βελτιωμένο το κλίμα. Μας ενδιαφέρει η καλή συνεργασία ώστε να μην έχουμε μεταναστευτικές ροές», ήταν το πρώτο παράδειγμα που έφερε. Μάλιστα, συμπλήρωσε, «έχει αλλάξει η ροή, κυρίως την έχουμε από την Αίγυπτο, τη Λιβύη και δευτερευόντως από την Τουρκία». Δεύτερο παράδειγμα, «οι παραβιάσεις του εναερίου χώρου έχουν μειωθεί έως εξαφανισθεί». Ενώ, ταυτόχρονα, προωθείται η soft ατζέντα.
Ωστόσο, στα δύσκολα θέματα, εάν η Τουρκία αποδεχθεί τους κανόνες διεθνούς δικαίου, «θα είναι ένα σημαντικό και μεγάλο βήμα, γιατί έως τώρα δεν έχουμε μια τέτοια δημόσια παραδοχή». Ενώ το δεύτερο στο οποίο «δεν υπάρχει καμία πρόοδος και επιμένει (σ.σ. η Τουρκία) σε θέσεις απολύτως εσφαλμένες και καταδικασθείσες από τη διεθνή κοινότητα, είναι το Κυπριακό», είπε ο υπουργός Επικρατείας υπενθυμίζοντας και τις απαντήσεις που έδωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός στον Τούρκο Πρόεδρο, από το βήμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Αλλάζοντας θέμα, στα εσωτερικά και δη την κατάσταση στο κυβερνών κόμμα, «οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας δεν κάνουν αντιπολίτευση, κάνουν τη δουλειά τους και η δουλειά τους είναι να ασκούν κοινοβουλευτικό έλεγχο», διευκρίνισε ο υπουργός Επικρατείας, με την παράλληλη διαπίστωση ότι η κυβέρνηση καλοδέχεται, όπως είπε, τις ερωτήσεις των βουλευτών της γιατί «έχει μεγάλη σημασία να αναδεικνύονται ζητήματα από τους βουλευτές που έχουν στενή επαφή με την εκλογική περιφέρειά τους».
Σε κάθε περίπτωση, «εσωκομματική αντιπολίτευση δεν υπάρχει», σημείωσε, ενώ επικαλέσθηκε και σχετική δήλωση ενός εκ των έντεκα βουλευτών που υπέγραφαν την ερώτηση για τα κόκκινα δάνεια, του βουλευτή Μαγνησίας Χρήστου Μπουκώρου.
Εντελώς διαφορετική περίπτωση, εκείνη του βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Χρήστου Σαλμά. Σύμφωνα με τον Μάκη Βορίδη, «δεν διεγράφη όταν έθεσε το θέμα (σ.σ. με τα κυλικεία σε πολιτιστικούς χώρους) στην Κοινοβουλευτική Ομάδα - και το έθεσε με οξύτατο τρόπο - ούτε όταν έκανε την επίκαιρη ερώτηση στην αρμόδια υπουργό».
Αντιθέτως, «οδηγήθηκε στη διαγραφή, όταν συνέχισε να διατυπώνει κατηγορίες και να αφήνει υπαινιγμούς για την ακεραιότητα της διαδικασίας, την ώρα που αυτή είχε κριθεί από τα διοικητικά δικαστήρια και είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις που λένε, "καλώς έχει γίνει η διαδικασία"». Πάντως, «δεν ξέρω το κίνητρο (του κυρίου Σαλμά)», κατέληξε.
Στα θέματα της καθημερινότητας, ο υπουργός Επικρατείας ανέδειξε το στοιχείο ότι «οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξάνουν και συνεχίζει η ροή αυξήσεως των ιδιωτικών καταθέσεων, και μάλιστα σε χαμηλές καταθέσεις. Σταθερά και μόνιμα η κυβέρνηση αυτό που προσπαθεί να κάνει, είναι να αυξήσει το εισόδημα των πολιτών», διαβεβαίωσε και έφερε το τελευταίο (χθεσινό) παράδειγμα τέτοιας πολιτικής. Ο λόγος για το τέλος στα μικρά σκάφη έως 7,5 μέτρα, όπου «με παρέμβαση του ίδιου του πρωθυπουργού ο φόρος αυτός κατηργήθη.
Αυτό αφορά δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που έχουν ένα βαρκάκι και κρίθηκε ότι ο φόρος κακώς είχε μπει. Ο πρωθυπουργός, σε συνεννόηση με το οικονομικό επιτελείο, μηδένισε το φόρο αυτό. Είναι ένα παράδειγμα από τα πολλά που γίνονται για να αυξήσουμε το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών».
Κληθείς να σχολιάσει το αίτημα προς το Υπουργείο Οικονομικών, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για επιστροφή του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, επεσήμανε εν πρώτοις ότι «οι δικαστικές δυνατότητες ελέγχου των δημοσιονομικών πολιτικών είναι συγκεκριμένες και περιορισμένες».
Και, επί της ουσίας, «ο 13ος και 14ος μισθός στο Δημόσιο εξαρτάται από τις δημοσιονομικές δυνατότητες του προϋπολογισμού. Ο ελληνικός λαός έχει πια πείρα από επεκτάσεις των δημοσιονομικών πολιτικών, οι οποίες οδήγησαν στην καταστροφή της χώρας, οδήγησαν στο μνημόνιο, οδήγησαν στην πτώχευση, οδήγησαν εν συνεχεία σε βαρύτατες περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, αυτή η κυβέρνηση δεν θα το κάνει αυτό.
Αυτή η κυβέρνηση θα εξακολουθεί να διατηρεί τη δημοσιονομική σταθερότητα, να διασφαλίζει δημοσιονομικά πλεονάσματα, να τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες», διαβεβαίωσε και προσέθεσε:
«Η χαραμάδα αισιοδοξίας έρχεται από την απόδοση της οικονομίας. Σήμερα, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν φθάσει στο επίπεδο που βρίσκονταν το 2009, προ κρίσης, όμως χωρίς να φτιάχνουμε τα θηριώδη ελλείμματα που κάναμε τότε. Αυτό σημαίνει μια πολύ πιο υγιή, σταθερή, ανθεκτική και μια πολύ πιο αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική. Σε αυτό το δρόμο θα συνεχίσουμε», τόνισε κλείνοντας.