Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου μίλησε στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ και την εκπομπή «Καθαροί Λογαριασμοί» με τους Γ. Παπαγεωργίου και Δ. Κοντογιάννη για τις εκκρεμείς συντάξεις, το ΤΕΚΑ, το δημογραφικό αλλά και τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
«Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΕΦΚΑ οι ληξιπρόθεσμες κύριες συντάξεις είναι περίπου 23.000, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων οι οποίες βρίσκονται σε δικαστική εκκρεμότητα. Όπως τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας, δεν έχει μειωθεί μόνο ο αριθμός των εκκρεμών συντάξεων αλλά και ο μέσος χρόνος απονομής των εκκρεμών συντάξεων. Στις επικουρικές συντάξεις είχαμε μία απότομη μείωση όταν ψηφίστηκε η νομοθεσία που ουσιαστικά τις προϋποθέσεις παροχής επικουρικής σύνταξης στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Τέλος, πρόοδος παρατηρείται τόσο στις εκκρεμείς παράλληλες συντάξεις όσο και στα εφάπαξ, ενώ πρόσφατα δόθηκαν και πολλά αναδρομικά συντάξεων που δεν είχαν επανυπολογιστεί» ανέφερε.
Για το ΤΕΚΑ, ο κ. Τσακλόγλου είπε «ότι αυτή τη στιγμή έχει γύρω στις 350.000 ασφαλισμένους, 140.000 εργοδότες και γύρω στα 110 – 120 εκατομμύρια υπό διαχείριση. Όπως τόνισε ο κος Τσακλόγλου ένα κομμάτι από τις εισφορές τις οποίες θα συλλέξει το ΤΕΚΑ θα κατευθυνθεί σε επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα της αύξηση της παραγωγικότητας, των μισθών και της απασχόλησης και, συνακόλουθα, των δημοσιονομικών εσόδων. Σύμφωνα με υφιστάμενες μελέτες, ακριβώς λόγω των επενδύσεων του ΤΕΚΑ στην Ελληνική οικονομία, σε βάθος 50ετίας τα ΑΕΠ θα είναι κατά περίπου 7% υψηλότερο απ’ ότι θα ήταν χωρίς τις επενδύσεις αυτές.
Κάθε φορά που γίνεται μια αλλαγή στο συνταξιοδοτικό μας σύστημα εκπονείται καινούργια αναλογιστική μελέτη, ενώ σε τακτική βάση τέτοιες μελέτες εκπονούνται ανά τριετία. Οι μελέτες αυτές δείχνουν ότι αν διατηρήσουμε τους υφιστάμενους κανόνες, το σύστημά μας είναι βιώσιμο. Σταδιακά μειώνεται η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ ενώ αναμένεται και μείωση της συμβολής του κράτους, δηλαδή του κρατικού προϋπολογισμού, προς το ασφαλιστικό σύστημα».
Για το δημογραφικό, ο κ. Τσακλόγλου είπε ότι: «Η επιδείνωση των δημογραφικών είναι συνέπεια δυο παραγόντων. Ο πρώτος είναι ότι μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων. Το ποσοστό γονιμότητας, δηλαδή ο αριθμός των παιδιών που γεννά μία γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας στην Ελλάδα κάνει περίπου 1,4 παιδιά, όταν για να μείνει σταθερός ο πληθυσμός ο αριθμός αυτός πρέπει να είναι 2,1.
Τέτοιο νούμερο καταγράφηκε στη χώρα μας τελευταία φορά στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Ο δεύτερος, και ιδιαίτερα ευχάριστος λόγος, είναι το ότι αυξάνεται το προσδόκιμο της επιβίωσης, ζούμε δηλαδή περισσότερα χρόνια. Συνδυαστικά, γινόμαστε λιγότεροι και γηραιότεροι. Η βιβλιογραφία δείχνει ότι η βέλτιστες πολιτικές σε αυτό το πεδίο είναι αυτές που οδηγούν σε συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, ώστε να αυξηθεί η γονιμότητα. Σε αυτό τον τομέα πολλά έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια (αύξηση θέσεων σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς και ολοήμερα σχολεία, αλλά και επίδομα γέννας, επιδόματα μητρότητας, νταντάδες της γειτονιάς, γονικές άδειες, κλπ)».
Όπως υπογράμμισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, «παρότι η καταγραφείσα αύξηση του ΑΕΠ την προηγούμενη χρονιά είναι χαμηλότερη της πρόβλεψης του προϋπολογισμού (2,0% αντί 2,4%), στην πραγματικότητα, η απόδοση της οικονομίας ήταν καλύτερη του αναμενομένου. Ο λόγος είναι ότι, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες, ένα απροσδόκητο, οξύτατο αλλά μη επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, η κακοκαιρία Daniel που χτύπησε τη Θεσσαλία, αφαίρεσε περίπου 0,6% από το ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, χωρίς την αυτό το απροσδόκητο φαινόμενο ο ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν υψηλότερος αυτού που είχε προβλεφθεί».