Ως εφικτό χαρακτήρισε τον στόχο επίτευξης ρυθμού ανάπτυξης 3% το 2024 για την ελληνική οικονομία, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γ. Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα στην Ελλάδα θα εισέλθουν αυξημένα επενδυτικά κεφάλαια κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, ενώ τόνισε ότι «η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδας είναι πολύ κοντά σε αυτό (το 3%)». Σημείωσε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ανοδική πορεία και θα συνεχίσει επεκτείνεται καθώς αναμένονται αυξημένα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια αλλά και πόροι από την ΕΕ όπως από το ταμείο ανάκαμψης που θα διοχετευτούν στην πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση και την επαγγελματική εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού.
Η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περισσότερα από 55 δισ. ευρώ τα επόμενα έξι έτη από τα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΕ, το ταμείο ανάκαμψης και το ταμείο ανθεκτικότητας, σημειώνει το Reuters. «Αυτά δικαιολογούν γιατί ρυθμοί 2,5%, 2,7% ή ακόμα και 3% θεωρούνται ρεαλιστικοί από την δική μας σκοπιά», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας στη χώρα θα διαμορφωθεί στο 2% το επόμενο έτος.
Ο διοικητής της ΤτΕ είπε ότι όλες οι αναλύσεις προβλέπουν ότι το χρέος της χώρας είναι βιώσιμο και με τις επιδόσεις της οικονομίας θα μπορούσε να μειώνεται ακόμα και κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αυτή τη στιγμή η χώρα επωφελείται από μία πολύ θετική αλυσιδωτή αντίδραση (very positive snowball effect) λόγω της διαφοράς του ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και του πραγματικού επιτοκίου του χρέους.
Σημείωσε ακόμη ότι δεν αναμένει πολύ μεγάλες επιπτώσεις στην ανάπτυξη από τις πρόσφατες ζημίες λόγω των πλημμυρών στην Θεσσαλία καθώς μέρος αυτών καλύπτεται από τα υπερπλεονάσματα, από τις ασφαλιστικές εταιρείες αλλά και από πόρους της ΕΕ.
Για το ενδεχόμενο αύξησης των «κόκκινων δανείων» στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών από την αδυναμία όσων επιχειρήσεων ή νοικοκυριών επλήγησαν από την κακοκαιρία είπε ότι θα υπάρξει μία σχετική αύξηση. «Αλλά οι ελληνικές τράπεζες είναι τώρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν. Είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, έχουν αποθέματα. Αυτό που συνέβη δεν θα ανακόψει την μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων».
Οι τράπεζες έχουν καταφέρει να μειώσουν το ποσοστό των κόκκινων δανείων κάτω από το 6% επί του συνολικού χαρτοφυλακίου τους από 45% πριν από μερικά χρόνια ενώ σχεδιάζουν την διανομή μερίσματος για τη χρήση του 2023 , για πρώτη φορά από το 2011.
Αναφερόμενος στην πρόσφατη έναρξη της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις ελληνικές τράπεζες είπε ότι σηματοδοτεί την ολοκλήρωση «ενός κύκλου» που ξεκίνησε με την οικονομική κρίση του 2010 και ότι θα επιθυμούσε την είσοδο μεγάλων ξένων τραπεζών ως στρατηγικών εταίρων. «Θα ήθελα να δω στρατηγικούς εταίρους, ιδανικά μία η δύο μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Ασφαλώς γνωρίζω ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο καθώς δεν έχουμε ένα ενοποιημένο τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η τραπεζική ένωση. Ελπίζω όμως ότι το ΤΧΣ θα αγωνιστεί για να βρει καλούς στρατηγικούς επενδυτές, μακροχρόνιους επενδυτές να πουλήσει τις μετοχές που έχει».
Παράλληλα τάχθηκε κατά της διακοπής αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι δεν θα πρέπει να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση γιατί μπορεί να χρειάζεται ακόμα να ηρεμήσουν τις νευρικές αγορές, αλλά εναπόκειται στις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, να κρατήσουν στο πλευρό τους τούς κατόχους ομολόγων.
Αντέκρουσε τις εκκλήσεις ορισμένων από τους συναδέλφους του στην ΕΚΤ για πρόωρο τέλος του τελευταίου διατηρούμενου συστήματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, λέγοντας ότι η κεντρική τράπεζα μπορεί να χρειαστεί αυτήν τη δύναμη πυρός σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον γεμάτο κινδύνους.
«Δεν βλέπω καμία αξία στο να το φέρουμε μπροστά [το τέλος] ειδικά τώρα, υπό τη νέα αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουμε λόγω των γεγονότων στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη», είπε. «Συνεπώς, πρέπει να διατηρήσουμε την ευελιξία μας και να δράσουμε εάν χρειαστεί».
Τόνισε ακόμη ότι η αντίδραση των αγορών για την ιταλική οικονομία είναι υπερβολική, καθώς «η κατάσταση στην Ιταλία δεν προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες αυτήν τη στιγμή, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι η ιταλική κυβέρνηση θα διαβουλεύεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα διαβεβαιώσει τους επενδυτές ότι θα συνεχίσει να τηρεί τη συμφωνία που έχει με την επιτροπή για το δημοσιονομικό έλλειμμα».
Σχετικά με τον ευρύτερο αντίκτυπο της σύγκρουσης στο Ισραήλ, είπε ότι οι πόλεμοι τείνουν να είναι «στασιμοπληθωριστικοί»– ένα τοξικό μείγμα υψηλού πληθωρισμού και στάσιμης οικονομίας που μερικές φορές προκύπτει από ακριβότερες εισαγωγές πρώτων υλών – αλλά προειδοποίησε ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη για να το πούμε αυτό.
Τέλος, σημείωσε ότι το κόστος δανεισμού είχε ήδη αυξηθεί από την τελευταία συνεδρίαση πολιτικής της ΕΚΤ ως αποτέλεσμα των υψηλότερων αποδόσεων των ομολόγων και διερωτήθηκε εάν απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση μέσω της αύξησης των ελάχιστων αποθεματικών των τραπεζών. Αυτή η κίνηση θα αποσύρει μετρητά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, δεδομένου ότι τα ελάχιστα αποθεματικά δεν αμείβονται, θα μειώσει επίσης το ποσό των τόκων που πληρώνουν οι 20 κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης στις εμπορικές τράπεζες της χώρας τους.
«Προς το παρόν δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο πρέπει να ασκήσουμε αυστηρότερη νομισματική πολιτική τώρα, γιατί η αύξηση των ελάχιστων απαιτήσεων θα συνεπάγεται σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής», υπογράμμισε.