Σε τροχιά που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους θα κινηθούν τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδας έως και το 2028, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς εκτιμά ότι η χώρα θα επιτύχει τα επόμενα πέντε χρόνια τον στόχο - κλειδί για πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο από 2% του ΑΕΠ, ενώ από το 2027 θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος.
Στο παρελθόν, ακόμη και το 2018, όταν ολοκληρώθηκε η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου και ρυθμίστηκε το χρέος σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους, το Ταμείο είχε αμφισβητήσει ότι η Ελλάδα θα κατόρθωνε να εμφανίσει πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και είχε έλθει σε σύγκρουση με την Ευρώπη.
Η έκθεση Fiscal Monitor που δόθηκε στη δημοσιότητα περιλαμβάνει βελτιωμένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του την άνοιξη του 2023, αν και ελαφρώς χαμηλότερες από τους στόχους που έχει θέσει το οικονομικό επιτελείο.
Το Ταμείο αναμένει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φθάσει φέτος στο 1%, δηλαδή θα ακολουθήσει καλύτερη πορεία σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψή του, που το τοποθετούσε στο 0,4% και οριακά χαμηλότερο από το 1,1% που έχει προβλέψει το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών.
Περαιτέρω βελτίωση θα καταγραφεί τα επόμενα έτη με πρωτογενές πλεόνασμα 2% για το 2024 και το 2025 και σταθεροποίησή του στο 2,2% ως το 2028, ήτοι σε τέτοιο επίπεδο που είναι ικανό να στηρίξει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ στην έκθεσή του το περασμένο Απρίλιο ανέμενε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφώνονταν στο 1,4% το 2024 και θα διατηρούνταν στο επίπεδο του 2% έως και το 2028.
Δημοσιονομικά μεγέθη (ποσοστό του ΑΕΠ)
2023 | 2024 | 2025 | 2026 | 2027 | 2028 | |
Έλλειμμα | -1,60% | -0,80% | -0,90% | -0,90% | -1,10% | -1,20% |
Πρωτογενές Πλεόνασμα | 1% | 2% | 2,00% | 2,20% | 2,20% | 2,20% |
Χρέος | 168% | 160,20% | 155,70% | 151,40% | 148,20% | 145,30% |
Έσοδα | 47,30% | 46,40% | 46,40% | 45,90% | 44,40% | 43,50% |
Δαπάνες | 48,90% | 47,10% | 47,30% | 46,80% | 45,50% | 44,70% |
Για την πορεία του χρέους, οι οικονομολόγοι του Ταμείου εκτιμούν ότι φέτος θα υποχωρήσει στο 168% του ΑΕΠ (από 166% που ανέμεναν τον Απρίλιο) και το 2024 θα διαμορφωθεί στο 160,20% του ΑΕΠ (από 160,5% προηγούμενη πρόβλεψη), ενώ το 2028 θα έχει υποχωρήσει στο επίπεδο του 145,3% του ΑΕΠ (έναντι προηγούμενης εκτίμησης για διαμόρφωση στο 143,6%).
Η διεθνής εικόνα
Όπως επισημαίνει στο προοίμιο της έκθεσης, ο Βίτορ Γκασπάρ, επικεφαλής του Τμήματος Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, για όλες τις χώρες, η εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Οι δυσκολίες πηγάζουν από τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση για δημόσιες δαπάνες, η οποία συνδέεται με υψηλές προσδοκίες σχετικά με το τι μπορεί και πρέπει να κάνει το κράτος, τα αυξημένα χρέη, τα υψηλά επιτόκια και τις πολιτικές κόκκινες γραμμές στους φόρους.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο δεσμεύεται ο περιορισμός του κρατικού προϋπολογισμού ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των χωρών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεσμεύεται με την κυβέρνηση να μην έχει επαρκείς πόρους για να πληρώσει επείγοντες λογαριασμούς και να μην έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την αγορά. Οι χώρες αυτές είναι συχνά μικρές και φτωχές.
Για παράδειγμα, σε πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος οι δαπάνες για τόκους αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο και αυξανόμενο κλάσμα των φορολογικών εσόδων. Σε άλλες περιπτώσεις, ενώ δεν υπάρχουν άμεσες δημοσιονομικές πιέσεις, η διαιώνιση των υφιστάμενων πολιτικών συνεπάγεται μια μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία. Οι χώρες αυτές είναι, γενικά, μεγάλες και πλούσιες.
Επιπλέον, υπάρχει και μια άλλη σημαντική παρατήρηση κατά τον προβληματισμό για τις δημοσιονομικές πολιτικές. Στις περισσότερες χώρες απαιτούνται αυστηρότερες δημοσιονομικές πολιτικές, όχι μόνο για την ανασύσταση των αποθεμάτων ασφαλείας και τον περιορισμό των κινδύνων για τα δημόσια οικονομικά, αλλά και για να συμβάλουν στις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών υπέρ της έγκαιρης επιστροφής στους στόχους του πληθωρισμού.
Τα χρέη είναι γενικά αυξημένα σε όλο τον κόσμο και το κόστος δανεισμού αυξάνεται. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αναμένεται να ενισχυθεί το 2023. Η αυξητική τάση οφείλεται στις μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας). Πράγματι, το παγκόσμιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ετησίως μεσοπρόθεσμα. Όμως, αν εξαιρεθούν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες, ο λόγος θα μειωνόταν αντίθετα κατά περίπου ½ ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Η ανοδική στροφή των ελλειμμάτων αντανακλά την επιβράδυνση της ανάπτυξης, την αύξηση των πραγματικών επιτοκίων και τα δημοσιονομικά ελλείμματα που βυθίζονται περαιτέρω στο κόκκινο.
Το συμπέρασμα είναι ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος είναι τώρα σημαντικά υψηλότερο και προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά ταχύτερα από ό,τι στις προ-πανδημικές προβλέψεις. Με τον προβλεπόμενο ρυθμό, ο λόγος του παγκόσμιου δημόσιου χρέους θα πλησιάσει το 100 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Το κόστος της πράσινης μετάβασης
Το Fiscal Monitor εξετάζει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της πράσινης μετάβασης. Το βασικό πλαίσιο είναι ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλες αλλαγές. Υπό μια τέτοια παραδοχή, είναι δυνατόν να εντοπιστούν κενά φιλοδοξίας -η διαφορά μεταξύ των εθνικών συνεισφορών των ίδιων των χωρών και των όσων απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού- και κενά πολιτικής -η διαφορά μεταξύ των εθνικών στόχων και των αποτελεσμάτων που μπορούν να επιτευχθούν υπό συνθήκες "business-as-usual". Συνοπτικά, το βασικό σενάριο αποτυγχάνει να επιτύχει το καθαρό μηδέν, με καταστροφικές συνέπειες.
Η έκθεσή δείχνει ότι η κλιμάκωση του σημερινού μείγματος πολιτικής - με μεγάλο βάρος στις επιδοτήσεις και άλλες συνιστώσες των δημόσιων δαπανών - για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας οδηγεί σε συσσώρευση δημόσιου χρέους κατά 40-50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για μια αντιπροσωπευτική προηγμένη οικονομία και για μια αντιπροσωπευτική οικονομία αναδυόμενης αγοράς έως το 2050.
Για να παρακαμφθεί εν μέρει αυτή η πορεία, είναι απαραίτητο η χρήση ενός συνδυασμού μέσων πολιτικής. Η τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί απαραίτητο συστατικό του μείγματος πολιτικής, αλλά δεν είναι επαρκής. Πρέπει να συμπληρωθεί από μέσα που αποσκοπούν στη διόρθωση των εναπομενουσών αδυναμιών της αγοράς. Η δημοσιονομική στήριξη είναι επίσης απαραίτητη για να διευκολυνθούν οι αναπόφευκτες δαπανηρές προσαρμογές που απαιτούνται από τα ευάλωτα νοικοκυριά, τους εργαζόμενους, τις κοινότητες και τις επιχειρήσεις.
Οι χώρες με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, χαμηλή φοροδοτική ικανότητα και ακριβή ή ανύπαρκτη πρόσβαση στη χρηματοδότηση της αγοράς αντιμετωπίζουν μεγάλο κόστος προσαρμογής. Σε πολλές περιπτώσεις, οι χώρες αυτές έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες στις προσπάθειές τους να επιδιώξουν βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς και ανθεκτική ανάπτυξη.
Οι χώρες αυτές θα πρέπει να θέσουν προτεραιότητες και να στοχεύσουν τις δαπάνες (για παράδειγμα, να εξαλείψουν τις επιδοτήσεις καυσίμων). Θα πρέπει επίσης να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της φορολογικής ικανότητας με ιδιαίτερη έμφαση στη θεσμική οικοδόμηση και τη διεύρυνση των φορολογικών βάσεων.
Ο ιδιωτικός τομέας έχει να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο σε μια επιτυχημένη πράσινη μετάβαση. Οι δημόσιες πολιτικές θα πρέπει να παρέχουν ένα πλαίσιο που να ευνοεί τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις και τη χρηματοδότηση.