Η κυριότερη παθογένεια της ελληνικής οικονομίας, την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, ήταν το φαινόμενο των «δίδυμων ελλειμμάτων», δηλαδή το αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, όπως αυτό αποτυπώνεται στο πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ), και η εξαιρετικά ελλειμματική κατάσταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ), όπως σημειώνει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, πραγματοποιήθηκε σταδιακή βελτίωση και στα δύο μεγέθη, ως αποτέλεσμα της ταυτόχρονης υιοθέτησης της δημοσιονομικής προσαρμογής και της «εσωτερικής υποτίμησης» (Γράφημα 1).
Ως προς το δημοσιονομικό σκέλος, η πορεία αυτή ανακόπηκε, τη διετία 2020-2021, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Το πρωτογενές αποτέλεσμα επανήλθε σε θετικό πρόσημο ήδη από το 2022, ενώ αναμένεται να διαμορφωθεί υψηλότερα το 2023 (Ευρώ 2,6 δισ. ή 1,1% του ΑΕΠ, Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2024, Οκτώβριος 2023). Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ωστόσο, διευρύνθηκε περαιτέρω (2022: -9,7% του ΑΕΠ), πρωτίστως εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Η σταδιακή πτώση των τιμών της ενέργειας -ιδιαίτερα του φυσικού αερίου-, από τα τέλη του περυσινού καλοκαιριού, και οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, κατά το τρέχον έτος, αποτελούν, μεταξύ άλλων, καθοριστικούς παράγοντες για τη μείωση κατά Ευρώ 3,6 δισ. του ελλείμματος στον εξωτερικό τομέα, το πρώτο επτάμηνο του έτους.
Μολονότι τα πρωτογενή πλεονάσματα προσδοκάται ότι θα διατηρηθούν, το τρέχον και τα επόμενα έτη, το έλλειμμα του ισοζυγίου, αν και αναμένεται να περιοριστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα συνεχίσει να αποτελεί μία μακροοικονομική ανισορροπία της ελληνικής οικονομίας και η υποχώρησή του στα προ της πανδημίας επίπεδα (2019: -1,5% του ΑΕΠ) δεν αναμένεται άμεσα. Η εκτιμώμενη ενίσχυση της ενεργού ζήτησης αναμένεται να αυξήσει τις εισαγωγές αγαθών, ενώ αρνητική εκτιμάται η επίδραση στο ΙΤΣ από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές στη χώρα μας.
Από την άλλη πλευρά, η συνεχιζόμενη άνοδος των εξαγωγών αγαθών πολλών κλάδων της οικονομίας (π.χ. φαρμακοβιομηχανία, χημική βιομηχανία, βασικά μέταλλα κ.ά.) και η περαιτέρω ενίσχυση του τουρισμού συγκρατούν τη διεύρυνση του ελλείμματος, ενώ οι μεταβολές των τιμών της ενέργειας παραμένουν σημαντικός παράγοντας για τη διεύρυνση ή τη συρρίκνωση του ελλείμματος. Τέλος, η αύξηση των αναγκών για εισαγωγή κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, τα επόμενα έτη, στο πλαίσιο της υλοποίησης των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενδεχομένως, να επιβαρύνουν το εμπορικό ισοζύγιο.
Πιο αναλυτικά, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, το πρωτογενές αποτέλεσμα της ΓΚ πέρασε σε θετικό έδαφος, την περίοδο 2016-2019, ως αποτέλεσμα της υλοποίησης των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, μέσω των οποίων περιορίστηκαν οι κρατικές δαπάνες και αυξήθηκαν τα αντίστοιχα έσοδα. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, το έλλειμμα του ΙΤΣ μειώθηκε σημαντικά, στην περιοχή του 2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, από 8%, μεταξύ 2005 και 2015.
Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και η Συμβολή του Τουρισμού
Το έλλειμμα του ΙΤΣ διευρύνθηκε σημαντικά, το 2022, στα Ευρώ 21,2 δισ., από Ευρώ 12,3 δισ., το 2021 (Γράφημα 2α), καθώς η αύξηση των εισαγωγών αγαθών υπεραντιστάθμισε την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διαμορφώθηκε, το περασμένο έτος, σε Ευρώ 39,6 δισ., αυξημένο κατά Ευρώ 12,8 δισ. σε σύγκριση με το 2021, με τα Ευρώ 7,4 δισ. να προέρχονται από την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων και τα Ευρώ 5,4 δισ. από τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών εκτός καυσίμων.
Η άνοδος, όμως, του εμπορικού ελλείμματος αντισταθμίστηκε, σε κάποιο βαθμό, από την αύξηση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών, το 2022, στα Ευρώ 19,4 δισ., από Ευρώ 12,8 δισ., το 2021, με τη συνεισφορά του τουρισμού σε αυτό το αποτέλεσμα να είναι σημαντική, καθώς οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 68% σε ετήσια βάση, καλύπτοντας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά 45%.
Όσον αφορά στο πρώτο επτάμηνο του έτους, το έλλειμμα του ΙΤΣ υποχώρησε σε Ευρώ 7 δισ. έναντι ελλείμματος Ευρώ 10,6 δισ., το αντίστοιχο διάστημα του 2022 (Γράφημα 2β). Τούτο αποδίδεται, κυρίως, στην υποχώρηση του εμπορικού ελλείμματος (καυσίμων και αγαθών εκτός καυσίμων) και στη διεύρυνση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, με τη συνεισφορά του τουρισμού να είναι και πάλι σημαντική. Συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2023, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν σε Ευρώ 10,3 δισ. (Γράφημα 3α), υπερβαίνοντας κατά Ευρώ 1,7 δισ. τις αντίστοιχες περυσινές εισπράξεις και κατά Ευρώ 1,2 δισ. τις επιδόσεις του 2019, έτους-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό.
Η μεγάλη άνοδος των τουριστικών εισπράξεων, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του εμπορικού ελλείμματος κατά Ευρώ 3,4 δισ., το πρώτο επτάμηνο του έτους, είχαν ως αποτέλεσμα το ποσοστό κάλυψης του εμπορικού ελλείμματος από τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να ανέλθει στο 57,4% έναντι 40,1%, το αντίστοιχο διάστημα του 2022, πλησιάζοντας τα ποσοστά που καταγράφονταν πριν από την πανδημική διαταραχή.
Παράλληλα, μεταξύ άλλων παραγόντων, οι τουριστικές εισπράξεις ενίσχυσαν τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης, κατά το πρώτο επτάμηνο του έτους, τα οποία ανήλθαν σε Ευρώ 57,4 δισ. έναντι Ευρώ 52,9 δισ., το ίδιο διάστημα του 2022, και Ευρώ 42,4 δισ., το 2021 (Γράφημα 3β). Σημαντική ήταν η αύξηση των εσόδων από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), καθώς διαμορφώθηκαν σε Ευρώ 11 δισ. έναντι Ευρώ 10,3 δισ. και Ευρώ 8,2 δισ., το 2022 και το 2021, αντίστοιχα.
Η θετική πορεία των φορολογικών εσόδων αποτυπώνεται και στην εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισμού, για το πρώτο οκτάμηνο του έτους, καθώς υπερβαίνουν, έστω και οριακά, τον τεθέντα στόχο. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι πέρα από την ισχυρή οικονομική μεγέθυνση με αρωγό τις επιδόσεις του τουρισμού, καθοριστικός παράγοντας για τη μεγάλη αύξηση, την τελευταία διετία, τόσο των εσόδων από ΦΠΑ, όσο και των φορολογικών εσόδων συνολικά, είναι οι πληθωριστικές πιέσεις, καθώς τα έσοδα υπολογίζονται σε ονομαστικές τιμές.