«Ανάσα» στην αγορά ακινήτων αναμένεται να δώσει η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει ΦΠΑ σε εισοδήματα από βραχυχρόνια ενοικίαση σε επαγγελματίες του κλάδο, καθώς πρόκειται για την πρώτη παρέμβαση των τελευταίων ετών που στοχεύει στην αύξηση της προσφοράς των κατοικιών προς μακροχρόνια μίσθωση.
Παράγοντες της αγοράς, χαρακτηρίζουν το μέτρο που ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό το Σαββατοκύριακο ως σημαντικό βήμα, ωστόσο τονίζουν ότι χρειάζεται μια ευρύτερη μεταρρύθμιση στον χώρο και όχι απλά αύξηση της φορολόγησης.
Από το βήμα της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι όσοι εκμισθώνουν τρία ή περισσότερα ακίνητα, δηλαδή η δραστηριότητά τους είναι επαγγελματική, θα επιβαρύνονται από την 1η Ιανουαρίου 2024 με ΦΠΑ 6% και με όλους τους υπόλοιπους φόρους που επιβάλλονται στα άλλα τουριστικά καταλύματα.
«Ναι, θέλουμε τη βραχυχρόνια μίσθωση, είναι ένα ανταγωνιστικό προϊόν το οποίο στηρίζει την ελληνική οικονομία και το εισόδημα των ιδιοκτητών ακινήτων, όμως είναι μια δραστηριότητα που σε διάφορες περιοχές της χώρας έχει εκτοξεύσει τα ενοίκια και έχει στρεβλώσει και τον ανταγωνισμό, ειδικά στον τουρισμό», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Απ’ όταν ξεκίνησε η μεγάλη άνθηση της βραχυχρόνιας ενοικίασης στην Ελλάδα πριν από περίπου 6 χρόνια, ο τουρισμός - και το sharing economy - απορροφά όλο και περισσότερες κατοικίες, εις βάρος της μακροχρόνιας μίσθωσης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, σε πανελλαδικό επίπεδο, ο αριθμός των αγγελιών σε πλατφόρμες τύπου-Airbnb διαμορφώνεται σε 105.000, αυξημένος κατά 13% σε σχέση με το 2022. Καθώς εξαπλώνεται το Airbnb στην Ελλάδα, αυξάνεται και η φορολόγηση.
Την αρχή την έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2017 με φορολόγηση όλων των εισοδημάτων από την βραχυχρόνια μίσθωση και ο κ. Μητσοτάκης τώρα κάνει το επόμενο βήμα, ενώ τα έσοδα για το κράτος τώρα φτάνουν τα 600 εκατ. ευρώ. ετησίως.
Μένει να φανεί, όμως, σε πιο βαθμό θα βοηθήσει την αγορά η αλλαγή που ανακοινώθηκε από τον κ. Μητσοτακη καθότι η εκμετάλλευση ενός ακινήτου μέσω airbnb παραμένει εξαιρετικά προσοδοφόρα την στιγμή που ο τουρισμός σημειώνει αλματώδη ανάπτυξη τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με στοιχεία από τη Grant Thornton, η μέση τιμή βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι κατά 5 φορές μεγαλύτερη από αυτή που σημειώνεται σε επίπεδο μακροχρόνιας μίσθωσης, δημιουργώντας ισχυρά κίνητρα στους ιδιοκτήτες να διαθέσουν τα ακίνητά τους στη βραχυχρόνια αγορά.
Ουσιαστική μεταρρύθμιση
Κύκλοι της αγοράς τονίζουν ότι ένα τέλος στην ασυδοσία της δραστηριότητας και μια ανακούφιση από την κρίση στέγασης, που ταλαιπωρεί τους πολίτες, δεν μπορεί να αποφέρει μόνο η αύξηση της φορολόγησης.
Ανάμεσα στα μέτρα που έχουν συζητηθεί κατά καιρούς είναι η θέσπιση ανώτατου ορίου 90 ημερών ετησίως, για όλη τη χώρα, και η εισαγωγή των χωρικών περιορισμών, όπως το οριζόντιο όριο των 90 ημερών να μειώνεται σε 60 σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως των νησιών κάτω των 10.000 κατοίκων ή σε περιοχές με χαμηλή μέση πληρότητα των κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων.
Ο δήμος, επίσης, θα μπορούσε να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση της προσφοράς και της ζήτησης, ωστόσο, πρόκειται για μια λύση που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει την κεντρική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με προτάσεις που έχουν καταθέσει και οι ξενοδόχοι, ο δήμος θα μπορούσε να αποφασίζει αν επιτρέπεται η εγγραφή στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής νέων ακινήτων που βρίσκονται σε οριοθετημένα τμήματα των αστικών κέντρων, όταν διαπιστώνεται πως οι κατοικίες προς βραχυχρόνια μίσθωση υπερβαίνουν το 50% των κατοικιών που ιδιοκατοικούνται ή μισθώνονται για μακροχρόνια μίσθωση.