Την ικανοποιητική πορεία της ελληνικής επισήμανε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, που μετείχε σήμερα στις συνεδριάσεις του Εurogroup και του ECOFIN στο Santiago de Compostela της Ισπανίας σημειώνοντας και την «εξαιρετική εξέλιξη για την Ελλάδα» που ήταν η πρόσφατη αναβάθμιση από τον οίκο DBRS και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
O κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα με βάση την πρόοδο που έχει πετύχει τα τέσσερα τελευταία χρόνια θα παραμείνει στο δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και θα προχωρήσει αποφασιστικά στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. «Στην Ελλάδα οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης παραμένουν πολύ ικανοποιητικοί, λαμβάνοντας υπόψη την ευρύτερη εικόνα και την επιβράδυνση στην οικονομία της ευρωζώνης. Όπως έδειξαν τα τελευταία στοιχεία στο δεύτερο τρίμηνο πετύχαμε ρυθμό ανάπτυξης 2,7% σε ετήσια βάση. Είναι θετικό ότι μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αποτελούν η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με βάση την πρόσφατη αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης DBRS ήταν εξαιρετική εξέλιξη για την Ελλάδα», σημείωσε ο υπουργός.
Αναφερόμενος στις φυσικές καταστροφές που προκάλεσε η κλιματική αλλαγή, τη μεγαλύτερη πυρκαγιά της Ευρώπης στον Έβρο το καλοκαίρι και τις πρόσφατες πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία, ο κ. Χατζηδάκης ευχαρίστησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ετοιμότητα που έδειξε στις έκτακτες συνεδριάσεις στο Στρασβούργο και την αλληλεγγύη της, διαβεβαιώνοντας τους ομολόγους του ότι: «Παρά τις δυσκολίες η ελληνική κυβέρνηση θα εμμείνει στον στόχο του προϋπολογισμού για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 0,7% του ΑΕΠ».
Ο υπουργός τόνισε επίσης ότι οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες μας υπενθυμίζουν έντονα την αναγκαιότητα να προχωρήσουν γρήγορα οι σχεδιασμοί αντιμετώπισης και μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Συναφώς, υπογράμμισε την ανάγκη να αυξηθούν επειγόντως οι επενδύσεις για την κλιματική προσαρμογή.
Στο Eurogroup συζητήθηκαν οι θερινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που παρουσιάστηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου. Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική, η Επιτροπή φέτος παρουσίασε προβλέψεις μόνο για έξι κράτη-μέλη και όχι για το σύνολο των κρατών-μελών. Αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμηση της για την ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΕ και της ευρωζώνης σε σχέση με τις αντίστοιχες εαρινές προβλέψεις. Η εκτίμηση για το ΑΕΠ της ευρωζώνης το 2023 μειώθηκε στο 0,8% από 1,1% και στο 1,3% από 1,6% το 2024. Μολονότι απέφυγε την ύφεση, η οικονομική δραστηριότητα το πρώτο εξάμηνο φέτος υπήρξε υποτονική.
Η μειωμένη δυναμική ανάπτυξης οφείλεται κυρίως στην εξασθένιση της εσωτερικής ζήτησης λόγω του αυξημένου πληθωρισμού και των επιπτώσεων της νομισματικής σύσφιξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις εξακολουθούν να ενέχουν κινδύνους και να αποτελούν πηγή αβεβαιότητας.
Ο υπουργός είχε διμερείς συναντήσεις με τους υπουργούς Οικονομικών της Γαλλίας κ. Bruno Le Maire και της Γερμανίας, κ. Christian Lindner, κατά τις οποίες συζήτησαν θέματα που σχετίζονται με το νέο σύμφωνο σταθερότητας. Επίσης είχε συναντήσεις με τις Υπουργούς Οικονομικών της Πολωνίας, κ. Magdalena Rzeczkowska και της Λιθουανίας, κ. Gintarė Skaistė για σειρά θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.
Στο ECOFIN όπου συμμετείχε ο υπουργός συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων, oι αυξανόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες χωρών της Λατινικής Αμερικής μετά τη συμφωνία των ηγετών της ΕΕ και των χωρών του CELAC τον Ιούλιο του 2023 για κινητοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων ώστε να επιταχυνθεί η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση των χωρών της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής (LAC).