Με την προσδοκία ότι οι σημερινές κάλπες θα βγάλουν μία από τις πιο ισχυρές και πιο φιλοεπενδυτικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης περιμένουν οι παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου και οι επενδυτές από την Ελλάδα και το εξωτερικό το αποτέλεσμα των σημερινών εκλογών, καθώς η οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια περίοδο σπάνιων ευκαιριών, αλλά και σοβαρών προκλήσεων.
Για τη Νέα Δημοκρατία, η μοναδική απειλή, που απασχολεί σοβαρά τις τελευταίες εβδομάδες το επιτελείο του κόμματος προέρχεται από φαινόμενα εφησυχασμού και χαλάρωσης των ψηφοφόρων της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατ’ επανάληψη τόνισε στις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις ότι όλοι πρέπει να προσέλθουν στις κάλπες και ότι το αποτέλεσμα δεν έχει κριθεί, καθώς στη ΝΔ αντιλαμβάνονται ότι ο σοβαρότερος πολιτικός κίνδυνος, που θα μπορούσε να περιορίσει το ποσοστό του κόμματος θα ήταν να προτιμήσουν αρκετοί ψηφοφόροι τις παραλίες από τα εκλογικά τμήματα.
Οι πολιτικοί αναλυτές τονίζουν, πάντως, ότι αν δεν υπάρξουν πολύ σοβαρές εκπλήξεις από την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων της ΝΔ, το πολιτικό τοπίο που σκιαγραφείται από τις δημοσκοπήσεις θα οδηγούσε σε μια από τις ισχυρότερες κοινοβουλευτικά κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, όχι μόνο επειδή η ΝΔ θα έχει μια σχετικά άνετη πλειοψηφία, αλλά κυρίως επειδή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένο στη Βουλή.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση των δημοσκοπήσεων (μέσος όρος όλων των δημοσιευμένων ερευνών) από το politico, η διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει σταθεροποιηθεί στο επίπεδο των 22 μονάδων, μια εικόνα που δεν θυμίζει σε τίποτα τις δημοσκοπήσεις της περιόδου μετά την τραγωδία των Τεμπών, όταν η διαφορά είχε μειωθεί στις πέντε μονάδες. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι έξι κόμματα φαίνονται σίγουρο πως θα έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ενώ άλλα δύο (Νίκη και ΜεΡΑ25) θα δώσουν τη μάχη για να ξεπεράσουν το εκλογικό όριο του 3%.
Το poll of polls του politico
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το poll of polls της ΕΡΤ, όπου εξετάσθηκαν επτά τελευταίες δημοσκοπήσεις από τον πολιτικό επιστήμονα Παναγιώτη Κουστένη. Με βάση τους μέσους όρους, έξι κόμματα συγκεντρώνουν πάνω από το όριο του 3%, ενώ κοντά στο όριο βρίσκονται άλλα δύο κόμματα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι υπολογισμοί για την κατανομή των εδρών δείχνουν ότι, όσα κόμματα και αν μπουν στη Βουλή, εφόσον επιβεβαιωθεί η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο πρώτα, η ΝΔ θα έχει στην επόμενη Βουλή μια κυβέρνηση που θα υποστηρίζεται από τριπλάσιο αριθμό βουλευτών σε σχέση με την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ειδικότερα, στο (βασικό) σενάριο της εξακομματικής Βουλής, η ΝΔ θα έχει 168 βουλευτές απέναντι στους 56 του ΣΥΡΙΖΑ, με επτά κόμματα ο συσχετισμός θα είναι 165 – 54 και με οκτώ 160 – 52. Όσοι μελετούν την ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων της μεταπολίτευσης παρατηρούν ότι μόνο στις δύο πρώτες εκλογές μετά τη χούντα, το 1974 και το 1977, καταγράφηκε ανάλογα μεγάλη διαφορά κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή διαφοροποίηση του πολιτικού σκηνικού τόσο σε σχέση με τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όσο και συγκριτικά με την παλαιότερη περίοδο δικομματισμού με πρωταγωνιστές τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, εκτός πολύ σοβαρού απροόπτου, θα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει την πολιτική της χωρίς ανησυχίες για την έγκριση των νομοθετικών της πρωτοβουλιών από τη Βουλή, αλλά και χωρίς να έχει απέναντι μια ισχυρή αντιπολίτευση που θα προβάλλει σοβαρές αντιστάσεις.
Η ιστορική ευκαιρία και η μεγάλη πρόκληση
Η πολιτική αστάθεια ήταν ο «κακός δαίμονας» της οικονομίας σε όλα τα χρόνια μετά την οικονομική κατάρρευση του 2010, αποτελώντας έναν από τους κύριους παράγοντες που παρέτειναν την παραμονή της χώρας σε μνημόνια. Όμως, η επόμενη κυβέρνηση φαίνεται ότι θα έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει σε ατού την πολιτική της ισχύ και να εφαρμόσει ανεμπόδιστα την πολιτική που θα ανταποκριθεί στις δύο μεγάλες ευκαιρίες και προκλήσεις των επόμενων ετών: την αξιοποίηση των τεράστιων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και την υλοποίηση μιας δημοσιονομικής προσαρμογής που θα απομακρύνει τις αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους την επόμενη δεκαετία.
Σε ό,τι αφορά τη μεγάλη πρόκληση, δηλαδή τη δημοσιονομική προσαρμογή, φαίνεται ότι η αναπτυξιακή δυναμική που έχει αποκτήσει η οικονομία θα δώσει τη δυνατότητα να σταθεροποιηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2024 σε επίπεδο άνω του 2%, ώστε η χώρα να πληρώνει χωρίς δανεικά τους τόκους του χρέους και αυτό να παραμείνει σε σταθερή πορεία μείωσης τα επόμενα χρόνια, ώστε να μην υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις, ακόμη και αναβίωση της κρίσης χρέους, όταν λήξει η ευνοϊκή ρύθμισή του, το 2032.
Η επόμενη κυβέρνηση θα χρειασθεί την ισχυρή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία για να διαμορφώσει ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα ξεφεύγει από την εποχή των διαδοχικών κρίσεων (πανδημία, πόλεμος και ενεργειακή κρίση), όταν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες χαλάρωσαν και δόθηκε η δυνατότητα να υποστηριχθούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά με δεκάδες δισεκατομμύρια από τον προϋπολογισμό. Οι προεκλογικές υποσχέσεις για παροχές και φοροελαφρύνσεις θα πρέπει να εφαρμοσθούν με μεγάλη προσοχή και, παράλληλα, να σταματήσουν όλα τα μέτρα στήριξης, όπως έχει αποφασίσει το Eurogroup.
Σε ό,τι αφορά την ιστορική ευκαιρία για τη χώρα να αξιοποιήσει τεράστια κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, επίσης θα χρειασθεί μια ισχυρή και αποτελεσματική κυβέρνηση, ώστε να αποφευχθούν… ατυχήματα. Η χώρα εφαρμόζει, στην πραγματικότητα, ένα νέο μνημόνιο με σφιχτά χρονοδιαγράμματα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων και πάντα με την απειλή ότι ενδεχόμενες καθυστερήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλεια κονδυλίων, αφού τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης λήγουν το 2026 και όσα κεφάλαια μείνουν αναξιοποίητα θα χαθούν.
Η Κομισιόν τόνισε πρόσφατα ότι η Ελλάδα άρχισε με γρήγορους ρυθμούς την εφαρμογή του σχεδίου για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, όμως, στην πραγματικότητα, τα δύσκολα είναι μπροστά, καθώς θα χρειασθεί να συναφθεί μεγάλος αριθμός δημοσίων συμβάσεων και είναι γνωστές οι αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης σε αυτό τον τομέα. Ο βαθμός δυσκολίας στην υλοποίηση του σχεδίου θα είναι μεγάλος, καθώς αποτελείται, όπως σημειώνει η Κομισιόν, από 68 μεταρρυθμίσεις και 106 επενδύσεις που υποστηρίζονται από 17,4 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. σε δάνεια (σε σταθερές τιμές 2018), ποσό που αντιπροσωπεύει το 14,5 % του ΑΕΠ το 2022.
Οι αγορές είναι αισιόδοξες
Πάντως, οι αγορές προεξοφλούν, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου, ότι ο σχηματισμός μιας ισχυρής κυβέρνησης θα επιτρέψει τελικά να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες και να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις, καθώς μάλιστα η χώρα, ίσως και από την αξιολόγηση της DBRS στις 9 Σεπτεμβρίου, θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Εκτός από το +12% του Γενικού Δείκτη στο ΧΑ κατά την περίοδο ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, έχει ενδιαφέρον η εξαιρετική πορεία που ακολουθούν τα ελληνικά ομόλογα. Σύμφωνα με τον δείκτη συνολικής απόδοσης της S&P Global, η συνολική απόδοση των ελληνικών ομολόγων έχει φθάσει από την αρχή του χρόνου το 7,51% και μάλιστα, μετά τις εκλογές του Μαΐου έχει ξεπεράσει κατά πολύ την αντίστοιχη των ιταλικών (4,85%).
Δείκτης συνολικής απόδοσης ελληνικών και ιταλικών ομολόγων, S&P Global