Με θετικό τρόπο περιγράφει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας το 2022, ενώ σημειώνει ότι από τα μέχρι στιγμής μέτρα ελάφρυνσης του χρέους η χώρα έχει κερδίσει 11,5 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, στην ετήσια έκθεσή του ο ESM υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους και καλεί τις ελληνικές αρχές να διατηρήσουν την οικονομική πολιτική σταθερή και εντός του πλαισίου μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ειδικότερα, στην έκθεσή του ο ESM αναφέρει ότι:
Η Ελλάδα παρουσίασε ισχυρές οικονομικές επιδόσεις το 2022, αντέχοντας τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Απασχόληση, τουρισμός και φορολογικά έσοδα κατέγραψαν ισχυρά κέρδη. Αυτό δημιούργησε χώρο για ένα από τα τα μεγαλύτερα πακέτα δημοσιονομικής στήριξης μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ώστε να βοηθηθούν να αντεπεξέλθουν υψηλές τιμές ενέργειας.
Το δημόσιο χρέος μειώθηκε απότομα, και η Ελλάδα βγήκε από την ενισχυμένη εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Αύγουστο, κάτι που μαρτυρά την ουσιαστική οικονομική πρόοδο τα τελευταία χρόνια.
Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 5,9% το 2022, τοποθετώντας την Ελλάδα πίσω στην προ πανδημίας τροχιά της. Η οικονομία επωφελήθηκε από μια ισχυρή αγορά εργασίας, την επιστροφή της τουριστικής δραστηριότητας στα προ πανδημίας επίπεδα, και την ώθηση που δόθηκε από το σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο έλαβε σημαντική χρηματοδοτική στήριξη από τη δέσμη μέτρων Next Generation EU.
Το πρωτογενές ισοζύγιο εκτινάχθηκε στο 0,1% του ΑΕΠ, σημαντικά βελτιωμένη από το -4,7% του ΑΕΠ του 2021. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν με ρυθμό ρεκόρ, δίνοντας στην κυβέρνηση περιθώριο για παροχή εκτεταμένης οικονομικής στήριξης στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Αυτή η δημοσιονομική ελάφρυνση βοήθησε στη θωράκιση της οικονομίας από τις επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού.
Καταγράφηκε μείωση κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες του χρέους προς το ΑΕΠ με το ποσοστό να διαμορφώνεται σε 171% του ΑΕΠ, η δεύτερη μεγαλύτερη ετήσια μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους που έχει καταγραφεί ποτέ στην ευρωζώνη.
Ωστόσο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε περισσότερο, από ένα ήδη αδύναμο σημείο εκκίνησης.
Οι συνθήκες χρηματοδότησης έγιναν αυστηρότερες κατά τη διάρκεια του έτους εν μέσω της αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα το spread για την Ελλάδα να ανεβεί στις 230 μονάδες βάσης, περισσότερο από το διπλάσιο του μέσου όρου του 2021.
Ωστόσο, οι επενδυτές ήταν καθησυχασμένοι από τη δέσμευση της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει τις αδικαιολόγητες και άτακτες δυναμικές της αγοράς που δημιουργούν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, μέσω της εισαγωγής του μέσου προστασίας μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Τα πραγματικά επιτόκια του δημοσίου χρέους της Ελλάδας δεν είναι πολύ ευαίσθητα στις εξελίξεις στην αγορά, αντανακλώντας τις εξαιρετικά μεγάλες διάρκειες του χρέους και τα χαμηλά σταθερά επιτόκια. Το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας της χώρας παρέμεινε άνετο.
Οι δείκτες φερεγγυότητας των τραπεζών παρέμειναν επαρκείς. Με τη βοήθεια του κυβερνητικού εργαλείου προστασίας περιουσιακών στοιχείων (σ.σ.: Σχέδιο Ηρακλής) και ισχυρή ζήτηση από επενδυτές, οι τράπεζες μείωσαν το συνολικό δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων στο 8,7%. Ωστόσο, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι σημαντικά υψηλότερες από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και τα περισσότερα από τα παλαιά ΜΕΔ βρίσκονται πλέον εκτός των τραπεζών, χωρίς όμως να έχουν αναδιαρθρωθεί, κάτι που υπογραμμίζει την ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής της νομοθεσίας για την αφερεγγυότητα.
Η τραπεζική δανειοδοτική δραστηριότητα ήταν επιφυλακτική, με τις πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα να επεκτείνονται κατά 5%, κυρίως λόγω των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα εξήλθε από την ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο του 2022 μετά από ουσιαστική πρόοδο στην εφαρμογή των δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις σε ευρύ φάσμα τομέων. Τα επιτεύγματα περιελάμβαναν τη θέση σε λειτουργία του νέου πτωχευτικού νόμου, την ανάπτυξη στρατηγικής αποεπένδυσης από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου για τις δημόσιες επιχειρήσεις.
Ενόψει των αποτελεσμάτων του 2022, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ συμφώνησαν για την εκταμίευση των δύο τελευταίων δόσεων των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που εξαρτώνται από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και τη μείωση στο μηδέν του περιθωρίου επιτοκίου σε ορισμένα δάνεια του EFSF από το 2023 και μετά. Η συνολική μη προεξοφλημένη αξία όλων των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους από το 2018 ανέρχεται σε 11,5 δισ. ευρώ.
Οι μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας για το 2023 βασίζονται σε μια αναμενόμενη επιβράδυνση. Η ανάπτυξη προβλέπεται στο 1,2% το 2023 και ο πληθωρισμός θα αυξηθεί με ρυθμό 4,5%. Η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα εξόφλησης όλων των υποχρεώσεων που οφείλονται σε ESM/EFSF τους επόμενους 12 μήνες. Το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας προβλέπεται να παραμείνει άνετο. Οι αξιολογήσεις του Δημοσίου βελτιώθηκαν, καθώς οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης μετακίνησαν τη χώρα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα. Η ανάλυση του ΕΜΣ επισημαίνει χαμηλούς κινδύνους πίεσης λόγω των συνθηκών στην αγορά βραχυπρόθεσμα.
Ωστόσο, σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ικανότητα αποπληρωμής του που απορρέουν από το ακόμη υψηλό επίπεδο δημόσιου και εξωτερικού χρέους, από το μεγάλο και διευρυνόμενο εξωτερικό έλλειμμα, την ασθενή αύξηση της παραγωγικότητας και τι ευπάθειες του τραπεζικού τομέα.
Για να μετριάσει αυτές τις προκλήσεις, η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει σταθερά προσηλωμένη στη δημοσιονομική σύνεση και την αυστηρή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.