«Πέρυσι οι ισολογισμοί έχασαν λεφτά, πολλά λεφτά», έλεγε αξιόπιστη πηγή της αγοράς, μιλώντας προς το BD, αναφερόμενη στον κλάδο των τροφίμων και εμμέσως εξηγώντας τον βασικό λόγο που η αποκλιμάκωση των τιμών εφέτος όχι μόνο είναι εξαιρετικά αργή, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις ανατιμήσεων στη διάρκεια του έτους.
Πράγματι, οι τιμές των πρώτων υλών (π.χ. δημητριακά) και της ενέργειας έχουν μειωθεί εντυπωσιακά έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, ωστόσο οι λιανικές τιμές των προϊόντων παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες. Και άλλη πηγή από βασική κατηγορία του κλάδου των τροφίμων έλεγε προς το BD ότι, επί παραδείγματι, οι τιμές των αλεύρων από τις αρχές του χρόνου έχουν μειωθεί ίσως και πάνω από 20%, όμως οι τελικές τιμές των προϊόντων που χρησιμοποιούν τα άλευρα ως πρώτη ύλη διατηρούνται σταθερές.
Εξαίρεση αποτελεί, εν προκειμένω, η ένταση των προσφορών στα ράφια και στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ. Μέχρις εκεί! Ως βασικό επιχείρημα γι' αυτή την παράδοξη σταθερότητα των τιμών, χρησιμοποιείται το γεγονός ότι οι βιομηχανίες διαθέτουν αποθέματα πρώτων υλών, τα οποία έχουν προμηθευτεί σε υψηλές τιμές σε προγενέστερο χρόνο και, όταν αυτά τελειώσουν, τότε θα προχωρήσουν και σε μειώσεις. Αν και αυτό είναι πιθανό, δεν εξηγεί όμως αυτό το φαινόμενο της σταθερότητας τιμών, ούτε η απόδοση του στο γεγονός πως έχει πανευρωπαϊκή διάσταση.
Αντιθέτως, πλέον ο τιμάριθμος των τροφίμων έχει αποκλειστικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Όπως έλεγαν πηγές της αγοράς, το πρόβλημα με τις υψηλές τιμών των πρώτων υλών άρχισε από τον Μάιο του 2021 και επιδεινώθηκε από τον Μάρτιο του 2022 με τον πόλεμο της Ουκρανίας. Είναι γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και κυρίως η βιομηχανία τροφίμων πέρασε αρκετές δύσκολες ημέρες πέρυσι. Η εξίσωση κόστος παραγωγής και τελικές τιμές, προκάλεσε ισχυρούς πονοκεφάλους τόσο στο μάνατζμεντ των εταιρειών, όσο και στα εμπορικά τους τμήματα. Όταν στην εξίσωση μπήκαν η μείωση του όγκου κατανάλωσης και η αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα.
Οι εταιρείες τον ένα μήνα ήθελαν να προστατέψουν τα μερίδια τους και δεν ενσωμάτωναν όλες τις κοστολογικές επιβαρύνσεις και τον άλλο μήνα ήθελαν να προστατέψουν το EBITDA και τις δανειακές τους συμβάσεις με τις τράπεζες, αδιαφορώντας για τα μερίδια τους και έκαναν νέα, πιο μεγάλη ανατίμηση από την προηγούμενη. Στο τέλος, βέβαια, οι περισσότερες δεν κατάφεραν να γλυτώσουν ούτε τα μερίδια, ούτε την κερδοφορία τους. Και γι' αυτό τον λόγο από τις αρχές του 2023 προχώρησαν σε... τρελές ανατιμήσεις για δύο λόγους: πρώτον, προεξοφλώντας το ενδεχόμενο της συνέχισης των αναστατώσεων του 2022 και, δεύτερον, για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους.
Έτσι, προκάλεσαν σοκ στην αγορά! Όταν διαπίστωσαν ότι ο όγκος πωλήσεων συνεχίζει να μειώνεται και κυρίως να επιταχύνεται ακόμη περισσότερο ο ρυθμός ανάπτυξης πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, άρχισαν να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το «εργαλείο» των προσφορών. Η υψηλές τιμές έγιναν κανονικότητα, αφήνοντας μεγάλο περιθώριο στην ιδιωτική ετικέτα. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο, από τον κλάδο των γαλακτοκομικών στάλθηκαν τα πρώτα μηνύματα με την έκδοση νέων τιμοκαταλόγων με υψηλά ποσοστά μείωσης.
Ωστόσο, δεν υπήρξε συνέχεια. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα συνεχίζει να κινείται σε υψηλά επίπεδα, στο 11,6% τον Μάιο και, αν οι προγνώσεις επαληθευτούν, τότε τον Ιούνιο θα πέσει περί το 10,5% και τον Ιούλιο θα «σπάσει» το 10%. Οι εταιρείες, κάθε μία για τον εαυτό της, έλεγαν οι ίδιες πηγές, εκμεταλλεύεται την κοινή ανάγκη για τη βελτίωση της κερδοφορίας και καθυστερούν να μειώσουν τις λιανικές τιμές. Αναμένεται μάλιστα, λόγω της τουριστικής περιόδου, να αυξηθεί και ο όγκος των πωλήσεων –διπλασιάζεται ο πληθυσμός της χώρας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο– και, ως εκ τούτου, οι όποιες αλλαγές στην εμπορική τους συμπεριφορά θα μετατεθούν μετά τον Σεπτέμβριο. Έτσι, υπολογίζουν να βγάλουν τουλάχιστον ένα μέρος από τα «σπασμένα» του 2022!