Οι αυξήσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο από ό,τι συνήθως για να περάσουν στην πραγματική οικονομία και ο αντίκτυπός τους μπορεί να είναι πιο υποτονικός από ό,τι συνήθως, δήλωσε το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ σε συνέντευξή της.
Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια κατά 375 μονάδες βάσης συνολικά το περασμένο έτος με την ελπίδα να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και οι επενδυτές αναμένουν άλλες δύο μικρές κινήσεις τον Ιούλιο, καθώς η αύξηση των τιμών καταναλωτή θα μπορούσε να χρειαστεί ακόμη χρόνια για να επιστρέψει στο 2%.
«Δεδομένης της τρέχουσας έλλειψης εργαζομένων, θα μπορούσε κανείς να αναμένει ότι η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής θα είναι ασθενέστερη από ό,τι συνήθως», σημείωσε η Σνάμπελ, μιλώντας στην βελγική εφημερίδα De Tijd. Προσέθεσε, επίσης, ότι τα δάνεια με επιτόκια σταθερής διάρκειας έχουν γίνει πιο διαδεδομένα και έτσι μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος απ' ό,τι στο παρελθόν για να δούμε τον αντίκτυπο της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής, καθώς οι όροι των δανείων ανατιμολογούνται για αρκετά χρόνια.
«Δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με την επιμονή του πληθωρισμού, το κόστος του να κάνει κανείς πολύ λίγα εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από το κόστος του να κάνει πάρα πολλά», σημείωσε και τόνισε ότι εάν η νομισματική πολιτική δεν ήταν αρκετά δυναμική, ο πληθωρισμός θα εδραιωνόταν και θα γινόταν πιο δαπανηρή η καταπολέμησή του, πρόσθεσε.
Επεσήμανε, ακόμη, ότι η υποχώρηση του δομικού πληθωρισμού δεν είναι τόσο εντυπωσιακή και ότι είναι νωρίς για την ΕΚΤ να μιλήσει «για νίκη» κατά των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς αναζητά πιο πειστικές αποδείξεις ότι η αύξηση των τιμών θα υποχωρήσει στο 2% εγκαίρως.