Μια τεράστια πίτα έργων, ύψους σχεδόν 65 δισ. μαζί με την ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα μέσα στην επόμενη τετραετία, βλέπουν μπροστά τους οι κατασκευαστικές εταιρείες, όμως ήδη είναι διάχυτη η ανησυχία στον κλάδο για τις εξίσου μεγάλες χρηματοδοτήσεις που θα χρειασθούν για την εκτέλεση των έργων, που θα φθάσουν έως και τα 3 δισ. ευρώ, την ώρα που δυσκολεύονται να βρουν ακόμη και εγγυητικές επιστολές από τις τράπεζες για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς.
Ο προβληματισμός για το χρηματοδοτικό κενό του κλάδου και την κάλυψή του τα επόμενα χρόνια επισκίασε τις θετικές προσδοκίες που έχει δημιουργήσει το Ταμείο Ανάκαμψης στον κλάδο, σε συζήτηση χθες στο Φόρουμ των Δελφών.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Αλέξανδρου Εξάρχου, διευθύνοντος συμβούλου της Intrakat. Υπογράμμισε ότι ο κλάδος βγήκε πρόσφατα από δεκαετή κρίση, στη διάρκεια της οποίας οι εταιρείες έγιναν κεφαλαιακά ανεπαρκείς, ενώ στελέχη έφυγαν εκτός Ελλάδας. Ξαφνικά, οι πέντε μεγάλες εταιρείες του κλάδου έχουν ιστορικά υψηλό ανεκτέλεστο και θα το αυξήσουν περαιτέρω, αλλά το ερώτημα είναι πώς αυτό θα απορροφηθεί και θα γίνουν τα έργα. Εκτός από την ανάγκη επιστροφής στελεχών, ο κ. Εξάρχου τόνισε την ανάγκη οι τράπεζες να υποστηρίξουν εταιρείες και έργα. Όπως είπε χαρακτηριστικά, υπάρχει πρόβλημα με παροχή εγγυητικών και, χωρίς αυτές, δεν θα γίνουν τα έργα.
Ο επικεφαλής της Intrakat έθεσε ένα αίτημα των εταιρειών που αρχίζει να συζητείται όλο και περισσότερο: να παρέμβει η κυβέρνηση για να αντιμετωπισθεί η έλλειψη εγγυητικών επιστολών. «Βλέπουμε επιφυλακτικότητα από τις τράπεζες, δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις εταιρείες με εγγυητικές οι τέσσερις συστημικές. Χρειάζεται κυβερνητική παρέμβαση», ανέφερε ο κ. Εξάρχου και πρόσθεσε ότι, από την πλευρά τους, οι εταιρείες ήδη καλύπτουν τα κενά στην κεφαλαιακή τους βάση, όμως χρειάζονται και τη χρηματοδοτική συνδρομή των τραπεζών.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ντίνος Μπενρουμπή, CEO της ΜΕΤΚΑ, ομίλου Μυτιληναίος, σημείωσε ότι τόνισε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ δημιουργούν ευκαιρίες με σχεδόν 40 δισ. ευρώ σε νέες δράσεις, αλλά έσπευσε να σημειώσει ότι τα αμιγώς δημόσια έργα μειώνονται, άρα πέφτει το βάρος των επενδύσεων σε ιδιώτες. Σε αυτό το πλαίσιο, είπε, δύο βασικά στοιχεία χρειάζονται: κεφαλαιακή βάση ισχυρή και ανταγωνιστικοί όροι χρηματοδότησης, ώστε μια εταιρεία να υπερέχει και να προσδοκά υψηλή απόδοση στις επενδύσεις της.
Χρειάζονται… ενισχύσεις από ξένες τράπεζες
Από την πλευρά των τραπεζών αναγνωρίζεται ότι η χρηματοδότηση του κλάδου δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, ενώ θα χρειασθεί να «μπουν στο παιχνίδι» και οι ξένες τράπεζες, που έως τώρα απείχαν από την ελληνική αγορά, αλλά θα διευκολυνθούν να επανακάμψουν μετά και την αναμενόμενη επάνοδο της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα.
Στην ίδια συζήτηση, χθες, ο Κώστας Βασιλείου, αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος και Επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Eurobank, είπε ότι χρειάζεται χρηματοδότηση για τα έργα αλλά και για κεφάλαιο κίνησης στις εταιρείας, μαζί με τις εγγυητικές.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, τα τελευταία τρία χρόνια έχουν προχωρήσει ή προχωρούν υποδομές άνω των 15 δισ. ευρώ, που απαιτούν χρηματοδότηση 10-12 δισ. ευρώ και το 95% έχει δοθεί από ελληνικές τράπεζες. Όμως, υπάρχουν και εποπτικά όρια για τις ελληνικές τράπεζες, που θέτουν σημαντικά εμπόδια, καθώς ο επόπτης δεν επιτρέπει υπερβολική συγκέντρωση χρηματοδοτήσεων σε ένα τομέα.
Οι τράπεζες έχουν το θέμα με το concentration risk (ρίσκο συγκέντρωσης), όπως τόνισε ο κ. Βασιλείου, εξηγώντας ότι κάθε τράπεζα θα έχει διαθέσιμα περί τα 7 δισ. ευρώ και, αν για κάθε μεγάλο έργο δώσουμε 600-700 εκατ. ευρώ, αυτό σημαίνει ότι εξαντλείται το 10% των διαθέσιμων κεφαλαίων που μπορούν διατεθούν.
Εξέφρασε την αισιοδοξία, πάντως, ότι τελικά θα θα δοθούν τα κεφάλαια, με τη βοήθεια και των ξένων τραπεζών. Όπως είπε, τα τελευταία χρόνια ήταν ηχηρή η απουσία ξένων τραπεζών, όμως υπάρχει η ελπίδα ότι με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα θα επιστρέψουν και θα δανείσουν με ανταγωνιστικούς όρους. «Οι ελληνικές τράπεζες είναι εμφατικά εδώ. Ας έρθουν όμως και οι ξένες», τόνισε ο κ. Βασιλείου.
Για το ζήτημα των εγγυητικών, ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι οι τράπεζες εξετάζουν ξεχωριστά την περίπτωση κάθε εταιρείας και την κεφαλαιακή της κατάσταση. Σημείωσε και το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργεί το ίδιο το Δημόσιο στις εταιρείες, επειδή καθυστερεί να επιστρέψει τις εγγυητικές και τους «τρώει» το χρηματοδοτικό πλαφόν.
ΙΟΒΕ: Διπλασιασμός τζίρου αλλά και ανάγκες για δάνεια έως 3 δισ.
Το πρόβλημα της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών, που δημιουργούνται από τη μεγάλη αναμενόμενη αύξηση των εργασιών του κατασκευαστικού κλάδου, εξέτασε σε ειδική ανάλυση το ΙΟΒΕ, σημειώνοντας ότι «η ανάπτυξη των δημόσιων και ιδιωτικών κατασκευαστικών έργων, η συμμετοχή σε δημόσια έργα και ο εκσυγχρονισμός του παραγωγικού δυναμικού του κλάδου θα απαιτήσουν σημαντικά αυξημένους πόρους χρηματοδότησης από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο σε κεφάλαια κίνησης όσο και σε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δανειακά κεφάλαια».
Ειδικότερα, όπως τονίζει το ΙΟΒΕ, οι συνολικές ανάγκες χρηματοδότησης των εταιρειών θα πλησιάσουν τα επόμενα χρόνια τα 3 δισ. ευρώ:
- Με βάση τα αποτελέσματα των οικονομετρικών εκτιμήσεων και την προσδοκώμενη εξέλιξη της κατασκευαστικής δραστηριότητας, εκτιμάται ότι οι καθαρές ροές δανείων με διάρκεια έως 1 έτος (κεφάλαια κίνησης) στις Κατασκευές θα μπορούσαν να κυμανθούν την περίοδο 2022-2026 από €363-€546 εκατ.
- Αντίστοιχα, οι καθαρές ροές δανείων με διάρκεια μεγαλύτερη από 1 έτος εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να κυμανθούν την ίδια περίοδο από €1,04 - €1,44 δισ.
- Οι καθαρές ροές δανείων με διάρκεια έως 1 έτος στις δραστηριότητες Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να κυμανθούν από €46-€124 εκατ., ενώ με διάρκεια μεγαλύτερη από 1 έτος από €99 - €212 εκατ.
- Συνολικά, εκτιμάται ότι οι ετήσιες ακαθάριστες ροές δανείων στον τομέα των Κατασκευών θα μπορούσαν να κυμανθούν από €2,0-€3,0 δισ. την περίοδο 2022-2026. Οι ακαθάριστες ροές βραχυπρόθεσμων δανείων εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να κυμανθούν από €250 εκατ. έως €900 εκατ.. Η πλειονότητα των δανείων θα είναι μακροπρόθεσμα δάνεια με διάρκεια μεγαλύτερη από ένα έτος, με τις ακαθάριστες ροές τους να κυμαίνονται από €1,7 έως €2,2 δισ..
Το ΙΟΒΕ προβλέπει, πάντως, ότι «η ανάπτυξη των Κατασκευών θα ενισχύσει σημαντικά και τα μεγέθη των επιχειρήσεων του τομέα τα επόμενα χρόνια. Εκτιμήθηκε ότι συνολικά ο κύκλος εργασιών του τομέα θα διπλασιαστεί την περίοδο 2021-2026, φτάνοντας τα €19,8 δισ. το 2026, εφόσον απορροφηθεί το σύνολο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (επιχορηγήσεις και δάνεια) που έχει θεωρηθεί στη μελέτη ότι θα κατευθυνθεί σε κατασκευαστικά έργα».
Όπως φαίνεται στο γράφημα, την τετραετία 2023 – 2026, η συνολική παραγωγή του κατασκευαστικού κλάδου θα πλησιάσει τα 65 δισ. ευρώ. Τα ποσά που θα κατευθυνθούν σε δημόσια έργα είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα της πρώτης δεκαετίας του 2000 και ο κλάδος δεν θα φθάσει τα ρεκόρ εκείνης της περιόδου μόνο εξαιτίας της διατήρησης σε σχετικά χαμηλά επίπεδα της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, που πάντως θα είναι αρκετά αυξημένη σε σχέση με τα πολύ χαμηλά ποσά της περιόδου της μεγάλης οικονομικής κρίσης.