Η κατάργηση της χρυσής βίζας στην Πορτογαλία έχει οδηγήσει σε νέα αύξηση ενδιαφέροντος για το ελληνικό πρόγραμμα, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την ανοδική πορεία των τιμών κατοικιών σε δημοφιλείς περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας, τονίζουν κύκλοι της αγοράς.
Ως αποτέλεσμα της νέας αυτής τάσης, κατασκευαστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά της Χρυσής Βίζας στην Πορτογαλία ετοιμάζονται να μπουν στην ελληνική αγορά, βλέποντας περιθώρια ανάπτυξης μετά από την απόφαση της κυβέρνησής τους τον Φεβρουάριο να διακόψει το επίμαχο πρόγραμμα.
«Πρόκειται για κατασκευαστικές εταιρείες που ειδικεύονται σε αυτό το κομμάτι της αγοράς και έχουν ήδη κάνει τις πρώτες τους επαφές στην Ελλάδα. Παρατηρείται, επίσης, και μια αύξηση ενδιαφέροντος από επενδυτές που θέλουν να αποκτήσουν βίζα σε ευρωπαϊκή χώρα και στρέφονται στην Ελλάδα αντί της Πορτογαλίας», τονίζουν στελέχη της αγοράς σε δηλώσεις τους στο Business Daily.
Αν και συνεχίζεται η συζήτηση στην Ευρώπη αναφορικά με τις παρενέργειες του προγράμματος, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι τα προβλήματα που δημιουργεί η χρυσή βίζα (π.χ. η υπερβολικά μεγάλη ζήτηση για περιορισμένο αριθμό κατοικιών) ξεπερνούν σε μεγάλο βαθμό τα οφέλη που προσφέρει, όπως η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Στον αντίποδα, άλλοι υποστηρίζουν ότι οι επενδυτές που εξασφαλίζουν άδεια διαμονής μέσα από μια επένδυση αποτελούν ένα πολύ μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς ακινήτων και ότι αποτελούν εύκολο στόχο των κυβερνώντων που δυσκολεύονται να χειριστούν τα προβλήματα στέγασης στις χώρες τους.
Υπενθυμίζεται ότι λίγες μέρες πριν ανακοινωθεί η απαγόρευση του προγράμματος της Πορτογαλίας, το υπουργείο Δικαιοσύνης της Ιρλανδίας δήλωσε ότι το αντίστοιχο πρόγραμμα της χώρας θα σταματήσει, σε συνέχεια ελέγχου της «καταλληλότητάς του». Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι αρχές είχαν ήδη ανακοινώσει την κατάργηση της χρυσής βίζας ένα χρόνο νωρίτερα, με στόχο την «καταστολή της παράνομης χρηματοδότησης και της απάτης».
Στην Ελλάδα, επίσης, στοχοποιείται η χρυσή βίζα αλλά όχι στον ίδιο βαθμό, υπογραμμίζουν παρατηρητές της αγοράς. Στην Αθήνα, τη Ρώμη και τη Μαδρίτη δεν φαίνεται να υπάρχουν σκέψεις να καταργηθούν τα κίνητρα επένδυσης όπου υπάρχει ισχυρή ζήτηση διεθνώς.
Συνολικά, το 2022 στην Ελλάδα εκδόθηκαν 2.767 νέες άδειες επενδυτικής μετανάστευσης, αριθμός αυξημένος κατά 81% έναντι του 2021, όταν είχαν χορηγηθεί 1.525, με βάση τα στατιστικά του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Ωστόσο, ο αριθμός εξακολουθεί να υπολείπεται του αντίστοιχου του 2019, όταν είχε σημειωθεί ιστορικό υψηλό με 3.504 νέες άδειες. Εντός του 2022 υποβλήθηκαν συνολικά 4.264 αιτήσεις για την έκδοση νέων αδειών, αριθμός που μαζί με τις αιτήσεις ανανέωσης αυξάνεται σε 5.547.
Σε μια προσπάθεια να καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις κατά του προγράμματος, η κυβέρνηση άλλαξε πέρυσι τους κανόνες του, χωρίζοντας τη χώρα σε δύο ζώνες.
Στις ακριβές περιοχές της χώρας, όπως τα νότια και βόρεια προάστια της Αθήνας, η Μύκονος και η Σαντορίνη, διπλασιάστηκε το ελάχιστο ποσό επένδυσης για τη Χρυσή Βίζα στα 500.000 ευρώ, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές το ελάχιστο ποσό επένδυσης παραμένει στις 250.000 ευρώ.
Σημειώνεται ότι πριν αποσυρθεί το πρόγραμμα στην Πορτογαλία, οι αρχές της Λισαβόνας είχαν προχωρήσει σε έναν παρόμοιο διαχωρισμό της χώρας για τους ξένους επενδυτές ωστόσο δεν θεωρήθηκε αρκετό ώστε να βοηθήσει την αγορά να εξισορροπήσει.
Για να διευκολύνει τη μετάβαση, το ελληνικό κυβερνητικό επιτελείο έχει δώσει χρονικό περιθώριο έως τις 30 Απριλίου, προκειμένου να προβούν οι επενδυτές στην υπογραφή προσυμφώνων αγοράς ακινήτων, πριν τον διπλασιασμό του ελάχιστου ορίου επένδυσης στις συγκεκριμένες περιοχές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζεται μια ακόμα παράταση τριών μηνών, δηλαδή μέχρι τέλη Ιουλίου, στο υφιστάμενο καθεστώς.
Η παγκόσμια κούρσα για ξένους επενδυτές μέσα από προγράμματα χρυσής βίζας αλλάζει τους επόμενους μήνες. Μπορεί να αποσύρονται οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά μπαίνουν στο «παιχνίδι» κράτη από την Αφρική.
Με την Κένυα και την Ουγκάντα πλέον θα ανταγωνίζεται η Ελλάδα στην προσπάθεια της χώρας να προσελκύσει εύπορους πολίτες του κόσμου, τη στιγμή που εισάγονται παρόμοια οικονομικά κριτήρια από την Ναμίμπια, την Ζανζιβάρη και τον Μαυρίκιο.