Πάνω από 1,2 εκατομμύρια υπολογίζεται ότι ήταν το 2022 οι κενές θέσεις εργασίας στους τομείς των ξενοδοχείων, εστιατορίων και τουριστικών πρακτορείων στην Ευρώπη, συνεπεία των αναταράξεων που προκάλεσε στην αγορά η πανδημία, αλλά και της απροθυμίας των εργαζόμενων να επιστρέψουν στα πόστα τους μετά τη λήξη των καραντινών, όπως επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μιχάλης Τοανόγλου, καθηγητής Φιλοξενίας και Τουρισμού στο πανεπιστήμιο Jeonju στη Νότια Κορέα.
«Υπάρχουν συγκεκριμένοι σοβαροί λόγοι, που οι εργαζόμενοι δεν θα θέλουν να επιστρέψουν, παρότι από το 2021, αλλά κυρίως το 2022, υπάρχει σημαντική ζήτηση για θέσεις εργασίας στον κλάδο. Αυτό δείχνει και έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 13.000 ατόμων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία πάνω από πέντε στους δέκα εργαζομένους (52%) δεν θα επέστρεφαν για λόγους καλύτερων εργασιακών συνθηκών σε άλλα επαγγέλματα, το 45% γιατί βρίσκει υψηλότερες αποδοχές αλλού, το 29% γιατί θα ήθελε μεγαλύτερα benefits (οφέλη), το 19% διότι θα επιθυμούσε περισσότερη ευελιξία στα ωράρια και το 16% επειδή θα προτιμούσε να έχει τη δυνατότητα εξ αποστάσεως εργασίας» σημειώνει ο Έλληνας καθηγητής, ο οποίος μετά από 25 χρόνια ενασχόλησης με τον τομέα του τουρισμού ως επιχειρηματίας και μάνατζερ, ως σύμβουλος επιχειρήσεων και φορέων, αλλά και ως διευθυντής Οργανισμού Τουρισμού σε νησιωτικό νομό της Ελλάδας, μεταπήδησε στον ακαδημαϊκό χώρο, επιλέγοντας την ιδιαίτερη περίπτωση της Νότιας Κορέας, αντί των προτάσεων που είχε από πανεπιστήμια της Ελβετίας και της Ολλανδίας.
Όπως λέει ο κ. Τοανόγλου, ομιλητής στο 6ο συνέδριο του Ακαδημαϊκού Προγράμματος Τουρισμού και Φιλοξενίας του ACT- The American College of Thessaloniki, η εικόνα αυτή από τις ΗΠΑ ισχύει σε γενικές γραμμές και για την Ελλάδα, όπου όμως συντρέχουν πρόσθετοι λόγοι, που εξηγούν τις χιλιάδες κενές εργασίας στον κλάδο (σ.σ. υπολογίζονται σε 80.000, συμπεριλαμβανομένης και της εστίασης και εμπορικών καταστημάτων): η έντονη εποχικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, «η αδυναμία μεγάλου μέρους του ξενοδοχειακού κλάδου να αντιμετωπίσει το ανθρώπινο δυναμικό ως asset, πάνω στο οποίο πρέπει να επενδύσει με στόχο την ανταγωνιστικότητα» και η έλλειψη επαρκών στρατηγικών συνεργασιών μεταξύ του κλάδου των δομών τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Oι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, προσθέτει, σε σημαντικό ποσοστό οικογενειακές και μικρομεσαίες, δεν έχουν τη φιλοσοφία και το μάνατζμεντ που αντιμετωπίζει το ανθρώπινο δυναμικό ως ενεργητικό και άρα δεν το κινητροδοτούν επαρκώς. Γνωστές είναι επίσης οι περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι στον τομέα, σε προορισμούς με έντονο τουριστικό προφίλ, δεν μπορούν να έχουν ούτε αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης στον τόπο εργασίας τους. Ως αποτέλεσμα αυτού του άλυτου προβλήματος του ανθρώπινου δυναμικού, καταγράφονται τραγελαφικές καταστάσεις, όπως η περίπτωση ξενοδοχείου σε μεγάλο ελληνικό νησί, που επειδή δεν βρέθηκαν αρκετές καμαριέρες για να λειτουργήσει, μετατράπηκε σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα για το προσωπικό του παρακείμενου πανεπιστημίου.
Λύση στο πρόβλημα της ανεπάρκειας ανθρώπινου δυναμικού θα μπορούσαν να δώσουν, κατά τον κ. Τοανόγλου, επιλογές όπως η διευκόλυνση της κινητικότητας (από περιοχές όπου το δυναμικό είναι πλεονάζον σε προορισμούς όπου είναι ελλειμματικό), η καθιέρωση ευέλικτης απασχόλησης από άποψη ωραρίων ή εξ αποστάσεως εργασίας σε διαδικασίες όπου αυτό είναι εφικτό, όπως το λογιστήριο ή γενικότερα το backoffice, οι αξιοπρεπείς συνθήκες αμοιβών, ασφάλισης και στέγασης και η επένδυση πάνω στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων. «Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν επενδύουμε αρκετά στην αναβάθμιση δεξιοτήτων, ώστε να αναπτύξουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Μας αρκεί για παράδειγμα να βρούμε κάποιον να σερβίρει όπως- όπως, αντί να πληρώσουμε και εκπαιδεύσουμε έναν εργαζόμενο με δεξιότητες που θα δώσουν προστιθέμενη αξία στην επιχείρησή μας» παρατηρεί ο καθηγητής, σύμφωνα με τον οποίο ο ξενοδοχειακός/τουριστικός κλάδος και οι δομές εκπαίδευσης πρέπει να λειτουργούν ως ενιαίο σύστημα, ώστε να δοθεί υπεραξία στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και συνακολούθως στο τουριστικό της προϊόν.