Άρχισαν να αποκλιμακώνονται, το τελευταίο διάστημα, οι ευρωπαϊκές τιμές του αγελαδινού γάλακτος, χωρίς όμως ακόμη να υπάρχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Πηγές της αγοράς απλώς καταγράφουν την τάση. Αντίστοιχες είναι και οι εξελίξεις στην ελληνική αγορά –χωρίς να υπάρχουν σπουδαία ευρήματα, ωστόσο καταγράφεται μία τάση μείωσης τιμών. Και εκφράζεται η αντίστοιχη αισιοδοξία για τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα για τη γαλακτοβιομηχανία παραμένει η τιμή του πρόβειου γάλακτος. Εκεί η αντίσταση των κτηνοτρόφων είναι «σκληρή» και κυρίως αυτών που έχουν μεγάλες μονάδες και διαθέτουν ισχυρά συμβόλαια με τη βιομηχανία, των κτηνοτρόφων που κατέχουν πλέον το status του επιχειρηματία. Κι όχι μόνο γιατί έχουν μεγάλη ημερήσια παραγωγή γάλακτος, αλλά και για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος που προσφέρουν.
Έχοντας ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά στα χέρια τους μπορούν να συνομιλούν με τη γαλακτοβιομηχανία με διαφορετικούς όρους και να διατηρούν υψηλά τις τιμές του πρόβειου γάλακτος. Παράλληλα, η συγκυρία τους έχει προσφέρει ένα ακόμη πλεονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την ισχυρή εξαγωγική ζήτηση της φέτας, το νέο γαλακτοκομικό success story της ελληνικής αγοράς με ευρωπαϊκό ορίζοντα. Και μάλιστα είναι τέτοια η εξαγωγική ζήτηση που με μεγάλη προσπάθεια καλύπτονται οι ανάγκες της εσωτερικής αγοράς.
Όπως είναι γνωστό, το 65% της παραγωγής φέτας εξάγεται και για την εσωτερική αγορά δεν απομένει παρά μόνο το 35%. Το γεγονός αυτό έχει αφήσει χώρο για την ανάπτυξη του λεγόμενου «λευκού τυριού», δηλαδή μία απομίμηση της φέτας με αγελαδινό γάλα. Ένα προϊόν που για χρόνια βρισκόταν στο περιθώριο της τυροκομικής αγοράς και πλέον με τις εξαγωγικές επιδόσεις της φέτας και παράλληλα την υψηλή αύξηση της τιμής της, έχει αρχίσει να την υποκαθιστά σε σημαντικό τμήμα της κατανάλωσης.
Το μεγάλο, όμως, μπραντεφέρ μεταξύ της βιομηχανίας και των κτηνοτρόφων θα αρχίσει από την επόμενη ημέρα μετά το Πάσχα. Και τούτο διότι τότε –με τη σφαγή των αρνιών- θα έχει αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή του γάλακτος και οι βιομηχανίες θα πιέσουν για τη μείωση των τιμών. Αυτή θα είναι και η κρίσιμη περίοδος για την μείωση των τιμών του πρόβειου γάλακτος. Δεν είναι γνωστό αν η προσπάθεια αυτή θα είναι επιτυχής, δηλαδή αν τελικώς η γαλακτοβιομηχανία κατορθώσει να μειώσει τη μέση τιμή παραγωγού, όπως επιδιώκει, από τα περίπου 1,60 ευρώ το κιλό που είναι σήμερα στα 1,30 – 1,40 ευρώ το κιλό.
Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι το «πάνω τμήμα» της αγοράς, δηλαδή οι μεγάλες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις θα πρέπει να πέσουν αισθητά κάτω από τα περίπου 1,80 ευρώ το κιλό που είναι σήμερα. Αντιστοίχως θα υποχωρήσει και το γίδινο γάλα, όπου σήμερα είναι περίπου η μέση τιμή του παραγωγού στο 1 ευρώ το κιλό.
Από την άλλη πλευρά ο ρυθμός αποκλιμάκωσης της τιμής του αγελαδινού γάλακτος είναι περιορισμένος και μόνο ως τάση καταγράφεται, παρά σε αριθμητικά δεδομένα. Έτσι, από 60 λεπτά το κιλό η τιμή παραγωγού αυτή την περίοδο κυμαίνεται από 54 ως 56 λεπτά το κιλό. Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη στην Βόρεια Ευρώπη, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στη Γερμανία, στα 52 λεπτά το κιλό, ενώ η τιμή της κρέμας γάλακτος μειώθηκε κατά 50%.
Ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για τιμή – στόχο στα 46 λεπτά στην ελληνική αγορά τον Μάιο, αλλά όπως λέγεται πρόκειται για υπεραισιόδοξη πρόβλεψη, δεδομένου ότι μπορεί να παρατηρείται μείωση στην κατανάλωση του φρέσκου ή υψηλής παστερίωσης γάλακτος, αλλά η ταχύτατη ανάπτυξη του «λευκού τυριού» απορροφά τις απώλειες.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι υψηλές τιμές παραγωγού –με μικρές αποκλίσεις- σ΄όλους τους τύπους του γάλακτος φαίνεται πως θα διατηρηθούν καθ΄όλη τη διάρκεια του 2023 και ίσως γι΄αυτό τον λόγο οι γαλακτοβιομηχανίες προχώρησαν τον Ιανουάριο σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους -με τις τιμές να «τρέχουν», σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, με ετήσιο ρυθμό αύξησης 25%- προεξοφλώντας μία από πολλές απόψεις δύσκολη χρονιά.
Το γεγονός ότι ενώ έχουν κάνει υψηλές ανατιμήσεις αυτή την περίοδο βρίσκονται σε φάση προσφορών (σε γιαούρτι, γάλα κ.λπ.) δεν σημαίνει τίποτα διαφορετικό από την προσπάθεια τόνωσης των πωλήσεων, έχοντας όμως –καλού κακού- εξασφαλίσει μια υψηλή τιμή τιμοκαταλόγου.