ΓΔ: 1401.58 0.28% Τζίρος: 97.06 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:01 DATA
Oikonomia, Economy, Ellada, Greece
Φωτο: Shutterstock

ΟΟΣΑ: Στο 1,1% υποχωρεί η ανάπτυξη το 2023, τι προβλέπει για το χρέος

Στο 5,1% υποβαθμίζει την εκτίμηση για την ανάπτυξη του 2022 ο διεθνής οργανισμός, ενώ θα αποκλιμακωθεί από 9,5% σε 3,7% ο πληθωρισμός. Τονίζεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να μειώνει το χρέος και να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις.

Σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τόσο το 2022 όσο και το 2023 προχωρά ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε έκθεσή του για την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι είναι αναπόφευκτο να επηρεαστεί από την αρνητική πορεία της διεθνούς ανάπτυξης. 

Ο διεθνής οργανισμός εκτιμά ότι η ανάπτυξη για το 2022 διαμορφώθηκε στο 5,1% (από 6,7% που είχε εκτιμήσει τον Νοέμβριο του 2022) και θα υποχωρήσει στο 1,1% το 2023 (από 1,6% πριν), ενώ θα για το 2024 προβλέπεται ρυθμός 1,8% (από 1,6% πριν). Ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί σημαντικά φέτος, από 9,5% σε 3,7%.

Αναμένει ότι το έλλειμμα από 4,3% το 2022 θα διαμορφωθεί στο 2,6% φέτος και θα υποχωρήσει στο 1,7% το 2024, ενώ θα καταγραφεί σημαντική αποκλιμάκωση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από 9,5% το 2022 στο 3,7% φέτος και στο 2,3% το 2024. Σε ό,τι αφορά το χρέος «βλέπει» διαμόρφωσή του στο 175,1% το 2022, υποχώρηση φέτος στο 170,7% και περαιτέρω μείωσή του στο 163,6% το 2024. 

Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ

Οι βασικές συστάσεις του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία είναι οι ακόλουθες: 

  • Η επαναφορά του προϋπολογισμού σε πρωτογενή πλεονάσματα είναι σκόπιμη, ιδίως δεδομένης της μείωσης του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού και της αύξησης του πληθωρισμού. Η αποτελεσματική εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η διεύρυνση και η δικαιότερη διαμόρφωση του μείγματος των εσόδων και η βελτίωση των επιδόσεων του δημόσιου τομέα θα επιτρέψουν στα δημόσια οικονομικά να στηρίξουν καλύτερα τις επενδύσεις, τα εισοδήματα και τη συμμετοχή. Ο περιορισμός των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών του προϋπολογισμού και η μείωση του δημόσιου χρέους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναβάθμιση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που θα διευρύνει τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις. 
  • Η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων είναι υψίστης σημασίας για μια διαρκή ανάκαμψη. Η πλήρης αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών, με την εκκαθάριση των εναπομεινάντων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ανασυγκρότηση της κεφαλαιακής τους βάσης, είναι απαραίτητη για τη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης από τις τράπεζες και θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Η αποκατάσταση της προθυμίας των επιχειρήσεων να επενδύσουν και η ενθάρρυνσή τους να αναπτυχθούν είναι το κλειδί μακροπρόθεσμα. 
  • Η επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι τα μέσα του αιώνα και η προσαρμογή σε ένα θερμότερο κλίμα θα απαιτήσει συνεχείς πολιτικές προσπάθειες για πολλά χρόνια. Ένας συνδυασμός πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων, των κανονισμών και της τιμολόγησης των εκπομπών, μπορεί να επιταχύνει τις οικονομικά αποδοτικές μειώσεις των εκπομπών και να αυξήσει τα πρόσθετα έσοδα για την πράσινη μετάβαση. Συμπληρωματικές δημόσιες επενδύσεις, προβλέψιμοι και σταδιακά αυστηρότεροι περιβαλλοντικοί κανονισμοί και μέτρα οικονομικής στήριξης μπορούν να κινητοποιήσουν περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια και να μειώσουν το κόστος για τη μείωση των εκπομπών.

Ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία

Όπως τονίζεται στην έκθεση η οικονομία της Ελλάδας ανέκαμψε καλά από τη βαθιά κρίση της πανδημίας, ενώ στην ανάκαμψη συνέβαλαν τα σημαντικά μέτρα στήριξης της κυβέρνησης και της ΕΕ, το χαμηλότερο κόστος επιτοκίων, η αναζωογόνηση των τουριστικών εσόδων, η αύξηση της εμπιστοσύνης και των δαπανών των νοικοκυριών, καθώς και η βελτίωση των ξένων επενδύσεων και της οικοδομικής δραστηριότητας. 

Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν και διαφοροποιήθηκαν, αντανακλώντας τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Η κυβέρνηση συνέχισε το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει πολλές από τις μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές στήριξαν την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης, επαναφέροντας τα ποσοστά ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα δεκαετίας και στηρίζοντας τα εισοδήματα των νοικοκυριών. 

Η ανάκαμψη έχει ενισχύσει τα κρατικά έσοδα, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και να επαναφέρει τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στο επίπεδό του κατά την έναρξη της κρίσης COVID. Η βελτιωμένη δημοσιονομική κατάσταση και η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις πολιτικής που συμφωνήθηκαν με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα οδήγησαν τον Αύγουστο του 2022 στην έξοδο της Ελλάδας από την «ενισχυμένη εποπτεία» μετά το πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης. 

Ωστόσο, οι αυξανόμενοι αντίθετοι άνεμοι από την άνοδο των παγκόσμιων τιμών της ενέργειας και τις παγκόσμιες διαταραχές του εφοδιασμού, που ενισχύονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, και η σύσφιξη των νομισματικών συνθηκών μειώνουν την παγκόσμια ανάπτυξη και επιβραδύνουν την ανάκαμψη της Ελλάδας. Οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων οδήγησαν τον γενικό πληθωρισμό σε υψηλά 25 ετών και οι δυσχέρειες στον εφοδιασμό ανεβάζουν τις τιμές ευρύτερα. Η πίεση στα πραγματικά εισοδήματα και η αβεβαιότητα συμπιέζουν τη ζήτηση, καθυστερούν τις επενδύσεις και αναχαιτίζουν τα πρόσφατα κέρδη για τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Τα δημοσιονομικά μέτρα για τη στήριξη του ενεργειακού κόστους απορροφούν τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο. Μετά τη σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, οι μισθοί κινδυνεύουν να επιταχυνθούν, επιβραδύνοντας την αύξηση της απασχόλησης και εδραιώνοντας υψηλότερο πληθωρισμό. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη πέρα από την ανάκαμψη μετά την πανδημία και την άνοδο των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, η Ελλάδα πρέπει να σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στην αντιμετώπιση τόσο των μακροχρόνιων όσο και των διαφαινόμενων προκλήσεων. 

Οι πρόσφατες βελτιώσεις στις επενδύσεις, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τον δημόσιο τομέα θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν την ανάπτυξη, καθώς η γήρανση του πληθυσμού μειώνει το εργατικό δυναμικό και η ώθηση στην ανάπτυξη από τις μεταρρυθμίσεις που ολοκληρώθηκαν εξασθενεί. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή οδηγεί ήδη σε αυξανόμενες φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα. Η μετάβαση σε μια οικονομία καθαρών μηδενικών εκπομπών θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις από τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τον δημόσιο τομέα για τον μετασχηματισμό ολόκληρου του ενεργειακού συστήματος, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και τον περιορισμό άλλων εκπομπών. 

Η αναζωογόνηση των επενδύσεων θα είναι επίσης απαραίτητη για τις επιχειρήσεις ώστε να εκμεταλλευτούν τις αναδυόμενες ευκαιρίες, τόσο όσον αφορά τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία όσο και εκείνες που δημιουργούνται από την ψηφιοποίηση. Οι ανάγκες αυτές εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ετών ανεπαρκών ιδιωτικών επενδύσεων που δεν επιτρέπουν ούτε καν τη διατήρηση του υφιστάμενου κεφαλαιακού αποθέματος των επιχειρήσεων, το οποίο συγκρατείται από την κακή κατάσταση των τραπεζών και την απροθυμία των επιχειρήσεων να επενδύσουν. Ενώ η Ελλάδα μειώνει τα υψηλά ποσοστά φτώχειας, η οικονομία της εξακολουθεί να αφήνει πίσω πάρα πολλές ομάδες.

Ειδικά οι νέοι επιβαρύνονται από τα κληροδοτήματα των προηγούμενων κρίσεων, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, των αδύναμων ιδιωτικών επενδύσεων και των σημαντικών αν και μειούμενων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το ποσοστό των νέων που εργάζονται υπολείπεται των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, παρά τα κέρδη που σημειώθηκαν μετά το τέλος της επιδημίας COVID. Οι νομικές μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν την ισότητα των φύλων, αλλά στην πράξη, και παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, σχετικά λίγες γυναίκες αποκτούν εισόδημα από εργασία. 

Η Ελλάδα επωφελείται λιγότερο απ' ό,τι θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις δεξιότητες του σημαντικού εργατικού δυναμικού της που έχει γεννηθεί στο εξωτερικό, ακόμη και όταν οι εργοδότες σε όλο και περισσότερους τομείς αναφέρουν αυξανόμενες δυσκολίες στην πρόσληψη προσωπικού τόσο με εξειδικευμένες όσο και με γενικές δεξιότητες. Για να αντιμετωπίσει πολλές από αυτές τις προκλήσεις, η κυβέρνηση εφαρμόζει το φιλόδοξο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων "Ελλάδα 2.0" για την περίοδο 2021-2026. Δίνει προτεραιότητα στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, στην προώθηση της ψηφιοποίησης, στη στήριξη της μετάβασης στην πράσινη οικονομία και στη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της Ελλάδας. Εάν εφαρμοστεί σωστά, το σχέδιο αυτό θα αυξήσει σημαντικά τις προοπτικές ανάπτυξης και τα εισοδήματα. 

Χρηματοδοτούμενη από το Ταμείο Ανάκαμψης, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της ΕΕ που έχουν προχωρήσει περισσότερο στην επίτευξη των πρώτων στόχων του σχεδίου της και στην πρόσβαση στα κεφάλαιά της. Οι προκλήσεις εφαρμογής είναι πιθανό να αυξηθούν καθώς το σχέδιο προχωρά σε πιο φιλόδοξες από τεχνική και πολιτική άποψη μεταρρυθμίσεις και πολύπλοκα επενδυτικά σχέδια. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει υλοποιήσει μόνο μέρος των προγραμματισμένων δημόσιων επενδύσεων και μεγάλο μέρος του εκτεταμένου μεταρρυθμιστικού της προγράμματος χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να τεθεί σε εφαρμογή από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί.

Η αξιοποίηση της πλήρους δυνητικής συμβολής του Ταμείου Ανάκαμψης στις μακροπρόθεσμες προοπτικές θα απαιτήσει μια συντονισμένη προσπάθεια για τη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας και της απόδοσης του δημόσιου τομέα. Η παρούσα έρευνα διατυπώνει συστάσεις για την υποστήριξη των μακροπρόθεσμων στόχων της κυβέρνησης πέραν του σχεδίου "Ελλάδα 2.0", οι οποίοι θα διατηρήσουν την ανάκαμψη, θα αυξήσουν τα εισοδήματα και θα επιτύχουν τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Scope Group
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Scope: Μεταρρυθμίσεις και τράπεζες «κλειδιά» για μία νέα αναβάθμιση

Η οικονομία έχει τα εχέγγυα να συνεχίσει την καλή της πορεία, αλλά θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω μείωση του χρέους, διατήρηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και μεγαλύτερη ενίσχυση του τραπεζικού τομέα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κομισιόν: Η Ελλάδα περνά τις «εξετάσεις» με... αστερίσκο για τα κόκκινα δάνεια

Ανθεκτική η ελληνική οικονομία, με το χρέος της να είναι διαχειρίσιμο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, όμως, εκφράζει ανησυχίες για τον αργό ρυθμό ρυθμίσεων δανείων που έχουν στην κατοχή τους οι servicers.