Με πτώση σχεδόν 20% από χθες, η τιμή χονδρικής στην προημερήσια αγορά σημειώνει σημαντική αποκλιμάκωση σήμερα. Για πρώτη φορά μετά από τις 20 Δεκεμβρίου η ελληνική αγορά δεν κατέχει την πρώτη ακριβότερη θέση στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, στα 151,49 ευρώ/MWh με πτώση 19,74% έκλεισε η τιμή χονδρικής του ρεύματος για σήμερα ενώ συνολικά τις τελευταίες τρεις ημέρες η πτώση της τιμής της χονδρικής ξεπέρασε το 40%. Για σήμερα ενδοσυνεδριακά η μέγιστη τιμή έφτασε στα 228 ευρώ και η ελάχιστη στα 59 ευρώ.
Παρά τη σημαντική αυτή πτώση, η τιμή της ελληνικής αγοράς παραμένει μία από τις ακριβότερες στην Ευρώπη. Και αυτό παρά το γεγονός πως στο μείγμα οι ΑΠΕ κατέχουν το 43,8% ενώ μαζί με τα υδροηλεκτρικά (4,2%), οι «πράσινες» πηγές ενέργειας φθάνουν στο 48% του συνολικού μείγματος ενώ ακολουθούν οι εισαγωγές στο 21,9%, το αέριο στο 16,2%, ο λιγνίτης στο 10,6%.
Παρά το υψηλό ποσοστό των ΑΠΕ η τιμή διαμορφώνεται με την είσοδο της τελευταίας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής στο σύστημα που είναι με φυσικό αέριο. Οι τιμές της χονδρικής σε όλη την Ευρώπη σημειώνουν σημαντική πτώση κινούμενες σε χαμηλά επίπεδα συγκριτικά ως αποτέλεσμα της ραγδαίας πτώσης των τιμών του φυσικού αερίου.
Τον τελευταίο ένα και πλέον μήνα, οι τιμές του φυσικού αερίου παρουσιάζουν σταθερή πτώση κινούμενες σημαντικά χαμηλότερα από το ρεκόρ του Αυγούστου στα 342 ευρώ/MWh. Κινούμενες στην περιοχή των 70 ευρώ/MWh οι τιμές του φυσικού αερίου έπιασαν επίπεδα προ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία που εκτόξευσε τις τιμές σε νέα υψηλά. Χθες, τα futures για παραδόσεις Φεβρουαρίου έκλεισαν τελικά στα 74,8 ευρώ/MWh με αύξηση 7,5%.
Στην ελληνική αγορά αυτή η πτωτική τάση φαίνεται τώρα, καθώς οι παραγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος αγοράζουν φυσικό αέριο με τιμές του προηγούμενου μήνα σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη που λειτουργεί με spot αγορά.
Με δεδομένη την ισχυρή παρουσία των ΑΠΕ στο μείγμα αλλά και την πορεία των τιμών του φυσικού αερίου, παρά την πτώση των τιμών που σημειώνεται τις τελευταίες μέρες προκαλεί προβληματισμό η υψηλή και πάλι θέση που κατέχει η ελληνική αγορά ανάμεσα στις ακριβότερες στην Ευρώπη.
Το ζήτημα, μάλιστα, προκάλεσε και ισχυρές αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης το προηγούμενο διάστημα. Ενδεικτικά, ο τομεάρχης Ενέργειας και Περιβάλλοντος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, έκανε λόγο για «αισχροκέρδεια Μητσοτάκη», το ΜΕΡΑ 25 αναφέρθηκε σε «ολιγαρχικό καρτέλ που έχει στηθεί στην αγορά ενέργειας μέσα από το ψευτο-χρηματιστήριο ενέργειας – καφενείο, των πέντε πολύ συγκεκριμένων ντόπιων και ξένων παρασιτικών ολιγαρχών», ενώ ο γραμματέας του Τομέα Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Χάρης Δούκας σημείωσε ότι πέρα «από τα γνωστά προβλήματα του ελληνικού χρηματιστηρίου και των στρεβλώσεων του» υπάρχουν ακόμα δύο λόγοι για την εικόνα αυτή της αγοράς και αυτοί είναι η αποτυχία αύξησης της διείσδυσης ΑΠΕ στο μείγμα και η καθυστέρηση στην προώθηση έργων διεθνών διασυνδέσεων.
Ένα ακόμα ζήτημα που εντοπίζουν πηγές της αγοράς, πέραν της ρηχής εγχώριας χρηματιστηριακής δραστηριότητας είναι η στρέβλωση που δημιουργεί στην αγορά το μοντέλο επιδοτήσεων του ρεύματος. Με βάση το σύστημα αυτό, ο τελικός καταναλωτής πληρώνει την κιλοβατώρα περί τα 0,15-0,17 ευρώ όποια και αν είναι η αύξηση που έχουν παρουσιάσει οι τιμές του ρεύματος. Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναφερθεί συχνά στο ζήτημα κατηγορώντας την κυβέρνηση για επιδότηση της αισχροκέρδειας.
Τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η λογική των οριζόντιων επιδοτήσεων είχε σημειώνει η Κομισιόν τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν σχεδιαζόταν, τότε, το μοντέλο για το πλαφόν στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που δε βασίζονται στο φυσικό αέριο με τα έσοδα του μέτρου να κατευθύνονται στη στήριξη των καταναλωτών απέναντι στις αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, σε έγγραφο που είχε διαρρεύσει σε μεγάλα δημοσιογραφικά πρακτορεία η ίδια η Κομισιόν ανέφερε πως μία τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να οδηγήσει σε οριστική λύση στο ενεργειακό και οικονομικό πρόβλημα της Ευρώπης αλλά θα περιορίσει βραχυπρόθεσμα τις αυξήσεις. Όπως ανέφερε η Κομισιόν, τα μέτρα αυτά «μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, ιδίως όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών, αλλά δε θα επαναφέρουν τις τιμές της ενέργειας στα προ της κρίσης επίπεδα ούτε θα εξαλείψουν τις σημαντικές επιπτώσεις της κρίσης τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της».
Σε αντίστοιχη λογική, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε συμβουλεύσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διατηρήσουν το δίχτυ ασφαλείας μόνο για τα φτωχότερα νοικοκυριά περνώντας το πραγματικό ενεργειακό κόστος στους καταναλωτές προκειμένου να ενθαρρύνουν την «εξοικονόμηση ενέργειας». Όπως είχε μάλιστα δηλώσει η Oya Celasun, υψηλόβαθμο στέλεχος του ευρωπαϊκού τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι χώρες που έχουν προχωρήσει σε επιδοτήσεις, ελέγχους τιμών και φορολογικές μειώσεις «θα πρέπει να επιτρέψουν την πλήρη αύξηση του κόστους των καυσίμων να περάσει στους τελικούς χρήστες για να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων».