Θα συνεχιστεί ο «καλπασμός» της εγχώριας οικονομίας τη νέα χρονιά ή έρχεται επιβράδυνση μετά το ανέλπιστα ισχυρό 2022;
Πολλοί κλίνουν προς τη δεύτερη εκδοχή, την προσγείωση, επισημαίνοντας πέραν των αβεβαιοτήτων που τροφοδοτούν ο πόλεμος και η ακρίβεια, τη δοκιμασία των επερχόμενων εθνικών εκλογών και τις αναπόδραστες επιπτώσεις στον κρατικό μηχανισμό και την οικονομική δραστηριότητα.
Την απαισιόδοξη αυτή προσέγγιση υποδαυλίζει και η θλιβερή επικαιρότητα. Εκτός του δράματος του πολέμου, της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας, τους τελευταίους έξι μήνες στην Ελλάδα βομβαρδιζόμαστε ασταμάτητα από αρνητικές ειδήσεις: την υπόθεση των παρακολουθήσεων που έχει αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση, μια πολιτική αντιπαράθεση που θυμίζει πόλεμο μεταξύ θανάσιμων εχθρών, δολοφονίες και κακοποιήσεις παιδιών (και όχι μόνο), σκάνδαλα σε ΜΚΟ, έξαρση εφηβικής εγκληματικότητας και τελευταία το σκάνδαλο Καϊλή.
Πώς να δεις τα πράγματα πιο αισιόδοξα σε μια τέτοια περιρρέουσα ατμόσφαιρα;
Όμως στη σκιά της του πολέμου και της ακρίβειας που ορίζουν το διεθνές περιβάλλον, του εξαιρετικά πολωμένου πολιτικού κλίματος στην Ελλάδα και της θλιβερής εγχώριας επικαιρότητας η οικονομία «καλπάζει»: το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης θα ξεπεράσει το +6%, επίδοση σχεδόν διπλάσια των προβλέψεων που γίνονταν τέτοιες ημέρες πέρυσι για την Ελλάδα και τριπλάσια του μέσου όρου της ευρωζώνης!
Έτσι το 2022 έκλεισε με ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα: για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης το 2010 η Ελλάδα κατάφερε να κερδίσει μέρος του χαμένου εδάφους στην ευρωζώνη.
Για πρώτη φορά η Ελλάδα «έτρεξε» με ρυθμό ανάπτυξης πολλαπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου –ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας το 2022 θα ξεπεράσει το 6% έναντι περίπου 2% στην Ευρωζώνη, καταφέρνοντας έτσι να ανακτήσει ένα μικρό μέρος του μεγάλου χαμένου εδάφους.
Την περίοδο 2008 – 2016 η Ελλάδα έχασε περίπου το 28% του ΑΕΠ, ενώ η παγκόσμια οικονομία και η ευρωζώνη αναπτύσσονταν με ταχύτητα. Τη διετία 2017 – 2018, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να ακολουθεί πολιτική με το όπλο παρά πόδα, η οικονομία παρουσίασε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλότερους της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα βίωσε μια χωρίς προηγούμενο, σε καιρό ειρήνης, επιδείνωση της θέσης της στην Ευρώπη: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης μειώθηκε στο 67,4% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2018, από 93,3% που ήταν το 2008, ενώ το 2021 η χώρα μας ήταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία.
Το 2019 η αλλαγή κυβέρνησης με την έλευση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εξουσία επιτάχυνε τους ρυθμούς ανάπτυξης, ωστόσο το 2020 η πανδημία οδήγησε σε «βουτιά» κοντά στο -9% του ΑΕΠ για να ακολουθήσει μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της τάξης του +9% το 2021. Το 2022 είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα καταφέρνει να πετύχει πραγματικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ξεπερνώντας την ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ, και καλύπτοντας μέρος του εδάφους που χάθηκε στη μεγάλη κρίση.
Η ανάκαμψη της Ελλάδας ήταν σε ένα βαθμό αναμενόμενη. Μετά από μια τόσο μακρά περίοδο αβεβαιότητας και αστάθειας και μια τέτοιου μεγέθους «βουτιά» του ΑΕΠ, χρειάζονταν απλά ηρεμία και σταθερότητα προκειμένου να ανακάμψει η χώρα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσέφερε όχι μόνο ηρεμία και σταθερότητα αλλά δούλεψε συστηματικά και αποτελεσματικά για την ανάδειξη της Ελλάδας ως ελκυστικού επενδυτικού προορισμού.
Το brand Ελλάδα ως επενδυτικός προορισμός αποτέλεσε ένα επίτευγμα της κυβέρνησης. Η πρόσφατη εξαγορά της Viva Wallet από την αμερικανική JP Morgan αλλά και επενδύσεις σε κλάδους αιχμής, όπως οι μεγάλες επενδύσεις που πραγματοποιούν πολυεθνικές εταιρίες στη Θεσσαλονίκη όπου ήδη έχει δημιουργηθεί ένα οικοσύστημα από τεχνολογικές επιχειρήσεις, επενδύσεις σε data centers που κάνουν η Microsoft και η Amazon στην Αττική ή η Lamda Helix στην Κρήτη, καθώς επίσης και σε επενδύσεις σε φαρμακευτικά προϊόντα, ενεργειακά projects, logistics πιστοποιούν την ολική επαναφορά της Ελλάδας στον επενδυτικό χάρτη.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια την τελευταία διετία παρατηρείται μια αντιστροφή της πορείας αποβιομηχάνισης της χώρας. Οικονομολόγοι αλλά και στελέχη επιχειρήσεων κάνουν λόγο για έναν αθόρυβο μετασχηματισμό που συντελείται στην πραγματική οικονομία με τις επενδύσεις και τις εξαγωγές να επιδρούν καταλυτικά στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Το 2022 είχαμε ρεκόρ επενδύσεων ενώ ήταν η πρώτη χρονιά μετά το 2009 που οι νέες ακαθάριστες επενδύσεις παγίων ξεπέρασαν τις αποσβέσεις και το κεφαλαιακό απόθεμα αυξήθηκε. Με άλλα λόγια η Ελλάδα αρχίζει να καλύπτει το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε τα χρόνια της κρίσης.
Παράλληλα, οι εξαγωγές έχουν αναρριχηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 45% που αποτελεί την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 16 ετών.
Ακόμα και το υψηλό δημόσιο χρέος δεν φαίνεται μεσοπρόθεσμα να αποτελεί πρόβλημα παρά την αύξηση των επιτοκίων. Πάνω από το 70% του κρατικού χρέους διακρατείται από τον επίσημο τομέα και βρίσκεται εκτός αγορών. Σήμερα το ελληνικό χρέος έχει μια μέση διάρκεια 20 ετών με σταθερά επιτόκια και σταθμισμένο μέσο κόστος εξυπηρέτησης στο 1,4%, δηλαδή είναι διασφαλισμένο από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Επιπλέον, οι ετήσιες ανάγκες αναχρηματοδότησης είναι πολύ μικρές.
Επενδύσεις για ένα νέο άλμα το 2023
Αρκεί μια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας για να νιώσει κανείς τον δυναμισμό της οικονομίας: δεκάδες κτίρια γραφείων ανακαινίζονται, παλαιά κτίρια μετατρέπονται σε ξενοδοχεία, εκατοντάδες οικοδομές βρίσκονται υπό ανέγερση, το real state σε άνθηση, ξένοι τουρίστες να περιπλανώνται στους δρόμους τους χειμερινούς μήνες, νέα εμπορικά καταστήματα να ξεφυτρώνουν παντού και την ανεργία να συρρικνώνεται.
Παρόλα αυτά, το νέο έτος η οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με προκλήσεις. Είναι δεδομένο ότι η πτώση της αγοραστικής δύναμης τόσο των Ελλήνων όσο και των Ευρωπαίων (που αποτελούν το 80% των ταξιδιωτικών αφίξεων στην χώρα μας) θα επιβαρύνουν την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία συνεισέφερε αποφασιστικά στην υπεραπόδοση της οικονομίας το 2022.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές το μεγάλο στοίχημα της νέας χρονιάς, και το οποίο θα κρίνει το αν η εγχώρια οικονομία θα διατηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και, γενικότερα, οι επενδύσεις. Τους τελευταίους μήνες του 2022 διαβάσαμε πολλές ανακοινώσεις από τις τράπεζες για την υπογραφή συμβάσεων με επιχειρήσεις για επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και είναι κρίσιμο την εφετινή χρονιά να δούμε τις επενδύσεις αυτές να υλοποιούνται και τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης να μπαίνουν στην οικονομία. Οι επενδύσεις αυτές θα έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία καθώς ακόμα και αν αυτές αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις τα οφέλη τους θα διοχετευθούν στο σύνολο της οικονομίας και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αν δεν υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις οι επενδύσεις το 2023 αναμένεται να «τρέξουν» με ρυθμό +15% και θα αποτελέσουν τον βασικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας. Μόνο από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ταμείο Ανάκαμψης είναι προγραμματισμένες επενδύσεις 15,3 δισ. ευρώ, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις προβλέπεται να σημειώσουν νέο ρεκόρ.
Επιπλέον η κυβέρνηση έχει διατηρήσει ικανό δημοσιονομικό χώρο, πυρά που αναμένεται να ρίξει στην οικονομία τους πρώτους μήνες του έτους και τα οποία θα συμβάλουν στη διατήρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε ικανοποιητικά επίπεδα παρά την κόπωση που προκαλεί η παρατεταμένη ακρίβεια.
Ακόμα και οι επερχόμενες εκλογές δεν φαίνεται να προβληματίζουν ιδιαίτερα. Η εικόνα του χρηματιστηρίου είναι χαρακτηριστική, με την αγορά να εμφανίζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, παρά το γεγονός ότι ο χρόνος για τις εκλογές μετρά αντίστροφα και τις τραπεζικές μετοχές, που παλαιότερα εμφάνιζαν μεγάλη ευαισθησία έναντι του πολιτικού κινδύνου, τώρα να πρωταγωνιστούν στην άνοδο και να ατενίζουν με αισιοδοξία τη νέα χρονιά. Ο λόγος είναι ότι παρά την εξαιρετική τοξικότητα στον πολιτικό λόγο και την πολεμική αντιπαλότητα μεταξύ των κομμάτων η αγορά δεν φοβάται αρνητικές εκπλήξεις. Ακόμα και στο χειρότερο σενάριο για την αγορά, μια κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναμένονται εκπλήξεις ανάλογες του πρώτου εξαμήνου του 2015 αλλά η εφαρμογή πολιτικών πλήρως ενσωματωμένων στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Από την άλλη, μια επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, που είναι το πιθανότερο σενάριο, θα δώσει ώθηση στο Χρηματιστήριο και την ψυχολογία και θα επιταχύνει τις επενδύσεις και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Στο πλαίσιο αυτό αρκετοί οικονομολόγοι προβλέπουν ότι την εφετινή χρονιά παρά τις προκλήσεις η εγχώρια οικονομία θα κινηθεί με ρυθμό υψηλότερο των εκτιμήσεων, κοντά στο +3% με την ευρωζώνη να βρίσκεται κάτω του 1% και αρκετές χώρες σε ήπια ύφεση.
Η αισιοδοξία και η σκιά της πραγματικότητας
Η προοπτική ισχυρής ανάπτυξης και την εφετινή χρονιά και πιθανότατα και το 2024 ασφαλώς δημιουργεί αισιοδοξία, ωστόσο δεν πρέπει να παρερμηνευτεί. Η συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης για την προσέλκυση επενδύσεων είναι σημαντική, ωστόσο η κινητήρια δύναμη της ανόδου είναι περισσότερο τεχνική παρά ουσιαστική: πρόκειται για ένα ριμπάουντ μιας οικονομίας που έχασε σχεδόν το 30% του ΑΕΠ μέσα σε λίγα χρόνια, πτώση που δεν έχει προηγούμενο σε καιρό ειρήνης.
Η άνοδος της ελληνικής οικονομίας δεν είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα αναφορικά με τη λειτουργία κρίσιμων κρατικών δομών όπως η Δικαιοσύνη, η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση, η υγεία αλλά και η λειτουργία των αγορών παραμένουν και επιδεινώνονται. Επιπρόσθετα η παραοικονομία παραμένει ισχυρή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έκανε πολλά, ωστόσο άφησε ανέγγιχτο τον σκληρό πυρήνα της δημόσιας διοίκησης ο οποίος αποτελεί μεγάλη τροχοπέδη στην εξέλιξη της χώρας. Και ίσως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς καθώς οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στην δημόσια διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, την εκπαίδευση κ.α. απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις και πλειοψηφίες οι οποίες δεν υπάρχουν.
Και εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας: πολιτικές δυνάμεις που αδυνατούν όχι να συμφωνήσουν σε κάποιες βασικές στρατηγικές επιλογές για τη χώρα αλλά δεν είναι σε θέση ούτε καν να έχουν ένα στοιχειώδη διάλογο για τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Το πολιτικό προσωπικό εξακολουθεί να πορεύεται με όρους «ο θάνατός σου, η ζωή μου», διαφωνώντας σε όλα, και επιλέγοντας μια μικροκομματική διαχείριση της εξουσίας αφήνοντας τη χώρα θεσμικά ανοχύρωτη και καταδικάζοντάς την σε ένα σημείο ισορροπίας πολύ χαμηλότερα από εκεί που βρίσκονται οι χώρες της Ευρωζώνης.
Με μια Δικαιοσύνη που δεν λειτουργεί, μια δημόσια διοίκηση που δεν λειτουργεί και μια εκπαίδευση που δεν λειτουργεί, η δυναμική της οικονομίας γρήγορα θα εκφυλιστεί σε ένα τεχνικό ριμπάουντ χωρίς διάρκεια. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν θα λύσουν οι επόμενες ή μεθεπόμενες εκλογές.