Οι αναστατώσεις που προκάλεσε ο πόλεμος της Ουκρανίας, ο υψηλός πληθωρισμός και η απότομη επιβράδυνση της ανάπτυξης διαμόρφωσαν ένα ασταθές και αδύναμο επενδυτικό περιβάλλον στις ευρωπαϊκές αγορές οδήγησαν στην απίσχναση των αποδόσεων των επενδυτικών κεφαλαίων των εγχώριων ασφαλιστικών εταιρειών. Τούτο πρακτικά σημαίνει, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς προς το BD, ότι κατά κανόνα οι αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά θα είναι αρνητικές το 2022.
Δηλαδή, οι ασφαλιστικές εταιρείες στη διάρκεια του 2022 «γράφουν» ζημιές από τον τομέα των επενδύσεων. Παράλληλα η οργανική ανάπτυξη των εταιρειών, από την ασφαλιστική τους δραστηριότητα δεν μπορεί να καλύψει τις υπάρχουσες απώλειες από τις επενδύσεις τους. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι στην «τελευταία γραμμή» των ισολογισμών τους, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα έχουν στην καλύτερη περίπτωση σοβαρή μείωση της κερδοφορίας τους και στη χειρότερη σημαντικές ζημιές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως ανέφερε πηγή της αγοράς, οι αποδόσεις επαγγελματικών ταμείων είναι αρνητικές κατά -7,5% και μέχρι το τέλος του έτους θα φτάσουν στο -9%. Ο σχεδιασμός για 2023 είναι εξαιρετικά δύσκολος και οι επιλογές που θα γίνουν θα είναι συντηρητικές.
Εξάλλου, πηγές της αγοράς με τις οποίες συνομίλησε το Business Daily έλεγαν πως η η χρονιά που κλείνει χάθηκε για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ανασφάλιστων αυτοκινήτων. Πρόκειται για μία ασφαλιστική ύλη περίπου 600.000 οχημάτων, που αντιστοιχούν στο 10% του στόλου, σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, η οποία σ΄αυτούς του δύσκολους χρόνους για την ασφαλιστική αγορά –κι όχι μόνο- θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της, η οποία επέδειξε σταθερότητα κινούμενη στα επίπεδα του 2021.
Ανέφεραν συγκεκριμένα ότι αυτό που πρέπει να γίνει είναι τα πρόστιμα που καταλογίζονται σε ιδιοκτήτες ανασφάλιστων οχημάτων να εισπράττονται μέσω της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κάτι το οποίο η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ως τώρα. Ο κλάδος των ζημιών –κυρίως δηλαδή της ασφάλισης του αυτοκινήτου– έχει επηρεαστεί σοβαρά από την άνοδο του πληθωρισμού, διότι έχει αυξηθεί το μέσο κόστος ζημίας και οι αποζημιώσεις. Παράλληλα, αυξημένη είναι και η συχνότητα των ατυχημάτων. Η διετία της πανδημίας με τη μείωση των ατυχημάτων και το χαμηλό μέσο κόστος ζημιάς έχει παρέλθει, όπως και η εξ αυτών των λόγων υψηλή κερδοφορία των εταιρειών. Ήδη, λοιπόν, οι εταιρείες από το περασμένο καλοκαίρι έχουν προχωρήσει η μία μετά την άλλη σε αυξήσεις των τιμολογίων τους –ανάλογα με το πότε η κάθε μία πραγματοποιεί τις ετήσιες ανατιμήσεις της. Ορισμένες μάλιστα πρόκειται να ανατιμήσουν τα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων στις αρχές του 2023. Ο μέσος όρος των αυξήσεων θα κυμαίνεται μεταξύ 7% και 8%.
Επίσης, στον δεύτερο ασφαλιστικό κλάδο σε σπουδαιότητα, στις νοσοκομειακές καλύψεις, έχουν αυξηθεί οι ζημιές. Όπως εξηγούσαν οι ίδιες πηγές, μετά από τα δύο χρόνια της πανδημίας, το 2022, στον πρώτο χρόνο της κανονικότητας αυξήθηκαν πρωτίστως οι νοσηλευόμενοι, καθώς λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών αρκετοί ασφαλισμένοι «μετέφεραν» χρονικά τη νοσηλεία τους, ενώ ακολούθως αυξήθηκε και το κόστος της νοσηλείας, σε μια χρονιά με υψηλό πληθωρισμό.
Γενικότερα, όπως έλεγαν ο υψηλός πληθωρισμός άλλαξε τις ισορροπίες σε όλους τους ασφαλιστικούς κλάδους, που σε συνδυασμό με τις αναταράξεις που προκάλεσε ο πόλεμος στις αγορές, διαμόρφωσε μία ιδιαίτερη συνθήκη, από την οποία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως θα εξέλθει η ασφαλιστική αγορά. Το μόνο βέβαιο είναι πως για να «βγάλουν τα σπασμένα» οι εταιρείες προχωρούν – και στις αρχές του 2023 αυτή η τάση θα ενταθεί – σε ανατιμήσεις των τιμολογίων όλων των ασφαλιστικών πάνω από 7%, ποσοστό που προβλέπεται να κινηθεί τον επόμενο χρόνο ο πληθωρισμός.
Οι πρώτοι μήνες θα είναι πολύ δύσκολοι για το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα. Παράλληλα στον τομέα των επενδύσεων οι εταιρείες θα συνεχίσουν ως βασική επιλογή να διακρατούν σε καταθέσεις τα κεφάλαια τους –επιλογή που ευνοείται στους επόμενους μήνες με την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων- ή θα κάνουν επιλογές που θα έχουν μικρή διαφορά από την κατάθεση -π.χ. έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου. Ενώ θα γίνονται βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις λίγων μηνών στα χρηματιστήρια ή στις αγορές των ομολόγων, αποσκοπώντας σε μικρή κερδοφορία. Και σε κάθε περίπτωση οι εταιρείες θα προχωρούν σε επενδυτικές επιλογές που έχουν το μικρότερο δυνατό ρίσκο.