Μήνυμα προς τις τράπεζες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές, ακόμη και εάν καταγράφεται σημαντική βελτίωση των μεγεθών τους, στέλνει ο Αντρέα Ένρια, επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για τον τραπεζικό τομέα.
Μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο κ. Ένρια τόνισε ότι οι τράπεζες διαθέτουν, πλέον, ισχυρή κεφαλαιακή θέση και ρευστότητα.
Βάσει των μεγεθών γ’ τριμήνου που έχουν ανακοινωθεί τα επίπεδα κερδοφορίας του κλάδου είναι πολύ καλά.
Όμως δεν είναι όλα ρόδινα, καθώς οι οικονομικές προοπτικές της ζώνης του ευρώ έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω. «Αντιμετωπίζουμε μια περίοδο χαμηλότερης ανάπτυξης και πιθανής ύφεσης, με σημαντική αβεβαιότητα όσον αφορά τον ενεργειακό εφοδιασμό. Ενώ τα υψηλότερα επιτόκια και περιθώρια κέρδους ενισχύουν την κερδοφορία των τραπεζών αυτή τη στιγμή, επηρεάζουν επίσης την ικανότητα των πελατών με υψηλή μόχλευση να αποπληρώσουν τα χρέη τους ή να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις περιθωρίου και ενδέχεται να προκαλέσουν απότομες προσαρμογές στις ευμετάβλητες χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις του αβέβαιου περιβάλλοντος στις δραστηριότητές τους», όπως εκτίμησε.
Ο επικεφαλής του SSM υπογράμμισε ότι βασική προτεραιότητα του εποπτικού μηχανισμού είναι οι τράπεζες να παραμείνουν ανθεκτικές στις προκλήσεις που απορρέουν από το σημερινό αβέβαιο μακροοικονομικό-οικονομικό περιβάλλον.
Όμως, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του ο SSM και τα έχει αξιολογήσει «ορισμένες τράπεζες φαίνεται να χρησιμοποιούν σχετικά ήπιες μακροοικονομικές παραδοχές στα δυσμενή σενάριά τους, γεγονός που μεταφράζεται σε μέτρια επίπτωση στους κεφαλαιακούς δείκτες τους. Κατά συνέπεια, οι εποπτικές αρχές θα εξετάσουν προσεκτικά τον κεφαλαιακό σχεδιασμό και θα αμφισβητήσουν τις ενέργειες των διοικήσεων για να διασφαλίσουν το κατάλληλο επίπεδο συντηρητικότητας».
Ένα από τα θέματα που προκαλεί ανησυχία στον SSM είναι τα ανοίγματα των τραπεζών σε επιχειρήσεις που θεωρούνται ευάλωτες στις αυξήσεις των ενεργειακών τιμών. «Τα ανοίγματα έναντι των ενεργειακών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας αυξήθηκαν κατά 14% περίπου τα τρία πρώτα τρίμηνα του έτους και η περαιτέρω πιστωτική επέκταση ενδέχεται να φέρει τις τράπεζες πιο κοντά στα εσωτερικά όρια κινδύνου τους. Η εστίαση στη διαχείριση του κινδύνου των εν λόγω ανοιγμάτων δικαιολογείται ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της πρόσφατης προσωρινής χαλάρωσης των απαιτήσεων περιθωρίου ασφάλισης, η οποία επιτρέπει τη χρήση μη εξασφαλισμένων τραπεζικών εγγυήσεων ως επιλέξιμων εξασφαλίσεων για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες κεντρικής εκκαθάρισης», σημείωσε ο κ. Ένρια.
Αναφερόμενος στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, τόνισε ότι αν και τα NPL έχουν μειωθεί σημαντικά υπάρχουν ενδείξεις ότι «τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τομέα των καταναλωτικών δανείων και οι πρόωρες καθυστερήσεις, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, αυξάνονται. Η μείωση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων και η αποτροπή της υπερβολικής συσσώρευσης νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ».
Η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ αποτελεί ένα χαρμόσυνο νέο για τις τράπεζες και θα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα τα έσοδά τους από τόκους, αλλά ο κ. Ένρια επεσήμανε ότι «ορισμένα επιχειρηματικά μοντέλα, ωστόσο, θα μπορούσαν να υποφέρουν καθώς τα επιτόκια εξομαλύνονται περαιτέρω. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί είτε επειδή η ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στο επίπεδο των επιτοκίων -όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους καταναλωτικούς δανειστές- είτε επειδή λόγω των στρατηγικών διαχείρισης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού τους, οι τράπεζες αδυνατούν να ανατιμήσουν τα στοιχεία ενεργητικού στον βαθμό που απαιτείται για να αντισταθμίσουν το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης».