«Στα κόκκινα» επιστρέφουν οι τιμές του ρεύματος στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα ωθούμενες από την πτώση της θερμοκρασίας αλλά και την εκτίμηση της Gazprom για τεράστιες αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου που μπορεί να φθάσουν σε υπερδιπλάσια επίπεδα από τα σημερινά. Στο περιβάλλον αυτό, μία συνεχόμενη ανοδική πορεία των τιμών του ρεύματος που θα απαιτούσε αυξήσεις στις κρατικές επιδοτήσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτροχιασμό τον κρατικό προϋπολογισμό για το επόμενο έτος.
Ειδικότερα, η τιμή χονδρικής για σήμερα στην αγορά της επόμενης ημέρας έφθασε στα 377€/MWh σημειώνοντας άνοδο σχεδόν 6% μετά από δύο ημέρες μεγάλων αυξήσεων. Είχε προηγηθεί εκτόξευση 57% στην τιμή της Δευτέρας (από 202 στα 319,03€/MWh) και μία ακόμα άνοδο 12,20% στην τιμή της Τρίτης.
Με τον χειμώνα να μπαίνει δυναμικά και τις θερμοκρασίες να πέφτουν, οι αγορές προεξοφλούν την άνοδο της ζήτησης με αποτέλεσμα όλη η Ευρώπη να βρίσκεται στο «κόκκινο» όπως φαίνεται και παρακάτω.
Η πλειοψηφία των τιμών της αγοράς χονδρικής των χωρών της Ευρώπης κινήθηκαν κοντά στα επίπεδα των 400 €/MWh. Ενδεικτικά, στη Γερμανία η τιμή της χονδρικής έφθασε στα 393€/MWh, στο Βέλγιο στα 394€/MWh και λίγο ψηλότερα στη Γαλλία στα 396€/MWh. Οι διασυνδεδεμένες αγορές με την ελληνική, η Βουλγαρία και η Ιταλία έκλεισαν στα 382, 24€/MWh και 382,86€/MWh, αντίστοιχα. Οι μόνες εξαιρέσεις κάτω από τα 200 €/MWh είναι για σήμερα η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Οι αγορές αντέδρασαν και στην ανακοίνωση της Gazprom ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μπορούσαν να φθάσουν πάνω από τα 3.000 δολ. ανά χίλια κυβικά μέτρα, τη στιγμή που η σημερινή τιμή είναι λίγο πάνω από τα 1.400 δολ. Παράλληλα, εντείνοντας τις πιέσεις, έγινε γνωστό ότι η επανέναρξη των ροών φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream προς τη Γερμανία δεν πρόκειται να γίνει πριν τον Απρίλιο του 2023. Υπενθυμίζεται ότι η σχετική σύνδεση διακόπηκε προσωρινά αρχικά στα τέλη Αυγούστου για επισκευές αλλά δεν επέστρεψε ποτέ έως σήμερα σε λειτουργία αφενός λόγω της αντίδρασης της Ρωσίας στις κυρώσεις και αφετέρου λόγω της ζημιάς που υπέστη ο αγωγός στη Βαλτική Θάλασσα τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Στο περιβάλλον αυτό, ανοδικά κινήθηκε και η τιμή του φυσικού αέριου TTF, με το προθεσμιακό συμβόλαιο φυσικής παράδοσης Δεκεμβρίου 2022, να κλείνει στα 129,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα, σημειώνοντας άνοδο 4,84% από το άνοιγμα της συνεδρίασης στα 124 ευρώ.
Προβληματική η επιβολή πλαφόν στην ηλεκτροπαραγωγή
Ασκώντας κριτική στις αποφάσεις αλλά και στην έλλειψη αποτελεσματικών προτάσεων της ΕΕ, η ένωση της βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης, Euroelectric, τονίζει ότι αν και ο χειμώνας που έρχεται φαίνεται να είναι πιο ήπιος από το αναμενόμενο, οι κίνδυνοι για την αγορά παραμένουν. Όπως σημειώνει το σημείο «κλειδί» πίσω από τη σημερινή ενεργειακή κρίση είναι το μοντέλο που ορίζει ότι η τιμή του φυσικού αερίου είναι εκείνη που καθορίζει την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Όπως υπογραμμίζει η κίνηση της Κομισιόν να επιβάλει πλαφόν στα υπερέσοδα των παραγωγών αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα τα συμπτώματα και όχι το πρόβλημα. Αναφέρει, ενδεικτικά ότι τα κέρδη προ φόρων, αποσβέσεων και αποσβέσεων, ή EBITDA, των πέντε μεγάλων εταιρειών κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη, αυξημένα κατά 28%, δεν πλησιάζουν σε τίποτα την τεράστια αύξηση των EBITDA των πέντε μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά 127%. Παράλληλα, η έκτακτη «εισφορά αλληλεγγύης» στην παραγωγή των ορυκτών καυσίμων δεν αλλάζει τις ισορροπίες καθώς το «βάρος» της κρίσης συνεχίζει να πέφτει στους ηλεκτροπαραγωγούς. Μάλιστα, η Euroelectric, τονίζει ότι οι διαφορετικές εθνικές πολιτικές εφαρμογής πλαφόν στους ηλεκτροπαραγωγούς βλάπτουν τις κατά τόπους αγορές και υπονομεύουν τις επενδύσεις σε αναγκαίες υποδομές ΑΠΕ.
Φόβοι για «τρύπα» στον προϋπολογισμό
Με τις συνθήκες που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η επιβάρυνση από τις αυξημένες τιμές της χονδρικής δεν αναμένεται να επιβαρύνουν τους καταναλωτές αλλά κινδυνεύει να δημιουργήσουν «τρύπα» στον κρατικό προϋπολογισμό. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση έχει αποφασίσει πως μέσω των κρατικών επιδοτήσεων η τελική τιμή για τον καταναλωτή θα «κλειδώνει» στα 15-17 λεπτά ανά κιλοβατώρα.
Η Ελλάδα έχει ήδη διαθέσει έως σήμερα 7 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις φθάνοντας στην τέταρτη θέση στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης με τις δαπάνες να αντιστοιχούν στο 5,74% του ΑΕΠ, έναντι 7,4% για τη Γερμανία, που παίρνει την πρώτη θέση. Από αυτά, τα 2,5 δισ. έχουν ανακτηθεί μέσω του μηχανισμού ανάκτησης των υπερκερδών που δημιουργούνταν στον κλάδο της παραγωγής.
Παράλληλα, η πτώση των τιμών τους τελευταίους μήνες οδήγησε σε χαμηλότερες επιδοτήσεις και ως εκ τούτου σε μηδενική επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό μιας και καλύπτονταν από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Μία επιστροφή ωστόσο στις υψηλές τιμές Αυγούστου – Σεπτεμβρίου που είχαν οδηγήσει σε επιδοτήσεις 1,9 δισ. ευρώ μόνο για τον Σεπτέμβριο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους σχεδιασμούς του οικονομικού επιτελείου μιας και το αποθεματικό για έκτακτες επιδοτήσεις ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ για το 2023.