Ακόμη και σε τιμές τριπλάσιες της αντικειμενικής αγόραζαν Κινέζοι ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας έως και το 2019 για να εξασφαλίσουν την Golden Visa, σύμφωνα με ανάλυση που εξέδωσε της Eteron με αφορμή την αύξηση του ελάχιστου ορίου για την Golden Visa από 250.000 σε 500.000 ευρώ.
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση της Eteron τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση εξήγγειλε το σχέδιο της για την στέγαση. Ανάμεσα στα κυβερνητικά μέτρα συμπεριλήφθηκε η αύξηση του ορίου επένδυσης για χορήγηση άδειας Golden Visa από 250.000 σε 500.000 ευρώ. Είναι ένα μέτρο, που όπως αναφέρθηκε, αποσκοπεί στην αύξηση των διαθέσιμων ακινήτων για Έλληνες.
Τα στοιχεία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου δείχνουν ότι μέχρι και το τέλος του 2021, η Ελλάδα συνολικά είχε εγκρίνει 9.619 άδειες διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος. To 66% των αδειών διαμονής δόθηκαν σε κινέζους επενδυτές και επενδύτριες, οι οποίοι καταλαμβάνουν με διαφορά το μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας. Ακολουθούν επενδυτές και επενδύτριες από Τουρκία (6%), Ρωσία (5%), Λίβανο (4%) και Αίγυπτο (3%).
Συγκεκριμένα για τους Ρώσους επενδυτές και επενδύτριες, το Ευρωκοινοβούλιο ζήτησε από την Κομισιόν τον Μάρτιο του 2022 την κατάργηση των χρυσών διαβατηρίων (CBI) και τον περιορισμό των χρυσών αδειών διαμονής (RBI). Όπως σχολίασε η ολλανδή ευρωβουλεύτρια Sophie in ‘t Veld «αυτά τα προγράμματα το μόνο που κάνουν είναι να επιτρέπουν σε άτομα με ύποπτη δραστηριότητα να μπαίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την πίσω πόρτα, επειδή δεν μπορούν να το κάνουν κανονικά, υπό το φως της ημέρας. Ήρθε η ώρα να κλείσουμε αυτή την πόρτα, έτσι ώστε οι ρώσοι ολιγάρχες και άλλα άτομα με βρώμικο χρήμα να μείνουν εκτός. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών έχουν αρνηθεί να διευθετήσουν το πρόβλημα, ισχυριζόμενες ότι το ζήτημα δεν αφορά την ΕΕ. Αν λάβουμε υπόψη αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να αποφεύγουν το ζήτημα».
Η ελληνική περίπτωση της Golden Visa
Η Ελλάδα για την ώρα δεν παρέχει ελληνικά διαβατήρια μέσω του προγράμματος Golden Visa. Μέχρι πρότινος, η Ελλάδα παρείχε μία από τις φθηνότερες χρυσές βίζες στην Ευρώπη. Αυτό, μεταξύ άλλων, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους που η χώρα δεχόταν τις περισσότερες αιτήσεις από επενδυτές στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα των Surak-Tzusuki, μέχρι και το 2019 η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Λετονία και η Ελλάδα αθροιστικά ήταν υπεύθυνες για το 70% των εγκεκριμένων αιτήσεων, ενώ τα προγράμματά τους απέφεραν το 60% των εσόδων από προγράμματα Golden Visa σε όλη την Ευρώπη.
Ειδικότερα η Ελλάδα μέσα σε πέντε χρόνια εφαρμογής του προγράμματος (2014-2019), ενέκρινε το 20% των αιτήσεων για Golden Visa στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έφερε το 10% των συνολικών εσόδων από αντίστοιχα προγράμματα. Στην έρευνά τους οι Surak-Tzusuki υπολογίζουν ότι από το 2014 τα «χρυσά προγράμματα» αποφέρουν κατά μέσο όρο 3 δισ. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ετησίως.
Παρότι τα προγράμματα Golden Visa δεν φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά την αγορά ακινήτων στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, οι Surak-Tzusuki κάνουν ειδική μνεία για την περίπτωση της Ελλάδας. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι «το ελληνικό πρόγραμμα παρουσιάζει μία εμφανώς διαφορετική ιστορία σε συγκριση με τις άλλες περιπτώσεις».
Μόνο το 2018, εξηγούν, το ελληνικό πρόγραμμα Golden Visa απέφερε έσοδα τουλάχιστον 470 εκατομμύριων. Το νούμερο αυτό δεν θα είχε από μόνο του μεγάλη αξία αν δεν αποτελούσε σημαντικό ποσοστό των συνολικών συναλλαγών της αγοράς ακινήτων στη χώρα. Συγκεκριμένα υπολογίζεται ότι το ίδιο έτος τα έσοδα της αγοράς ακινήτων ανήλθαν στα 1,3 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων τα 655 εκατομμύρια προέκυψαν από ξένους επενδυτές. Ποσοστιαία αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα Golden Visa απέφερε το 36% των εσόδων στην εγχώρια αγορά ακινήτων και το 72% των ξένων επενδύσεων στον συγκεκριμένο κλάδο.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι ενδεικτικά μίας πραγματικότητας. Το γεγονός ότι πάνω από το 1/3 των συναλλαγών ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα οφείλεται στις συναλλαγές που γίνονται για Golden Visa, δείχνει έναν πολύ σημαντικό βαθμό εξάρτησης των πρώτων στην επενδυτική αυτή λογική. Εύκολα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι επενδύσεις για Golden Visa είναι καθοριστικές στις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων και στην αύξηση των τιμών των τελευταίων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.
H ανησυχία για την Ελλάδα και για αντίστοιχες περιπτώσεις έχει εκφραστεί και σε μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δημοσιεύτηκε το 2021. Στην έκθεση διαβάζει κανείς πως «η κατάσταση στην Ελλάδα δείχνει ότι τα προγράμματα για τη “μόνιμη άδεια διαμονής επενδυτή” επιδρούν στην αγορά ακινήτων, το οποίο πιθανώς επηρεάζει την πρόσβαση στη στέγη σε μικρές χώρες κι αγορές».
Ανάλυση 300 συμβολαίων Golden Visa στο κέντρο της Αθήνας μεταξύ μεσιτικών εταιρειών και κινέζων επενδυτών/-τριών το διάστημα 2017-2019, έδειξε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ακινήτων αγοράστηκε σε διπλάσια και τριπλάσια τιμή από την αντίστοιχη αντικειμενική αξία. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι ακίνητα αντικειμενικής αξίας 50.000 και 100.000 ευρώ αγοράστηκαν από κινέζους επενδυτές/-τριες πολύ ακριβότερα, προκειμένου να «πιάσουν» το κατώφλι των 250.000 ευρώ, πιθανότατα ασκώντας αυξητικές πιέσεις στις τιμές των ακινήτων.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι αγοραπωλησίες ακινήτων στην Ελλάδα αλλά και στην Αθήνα σημείωσαν ρεκόρ το 2005, ένα χρόνο μετά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων στη χώρα. Καταγράφηκαν περισσότερες από 215.000 αγοραπωλησίες ακινήτων σε όλη την επικράτεια και σχεδόν 69.000 στην πρωτεύουσα.
Οι αγοραπωλησίες ακινήτων μειώθηκαν αισθητά τα χρόνια που ακολούθησαν, μία τάση που έγινε ιδιαίτερα εμφανής από το 2008 κι έπειτα, την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η ανοδική πορεία ξεκίνησε πάλι το 2014 και διήρκησε μέχρι το 2019. Φαίνεται ότι το ελληνικό πρόγραμμα Golden Visa που λανσαρίστηκε το 2014 λειτούργησε τονωτικά στην αγορά ακινήτων, τουλάχιστον μέχρι την πανδημία του κορονοϊού.
Η ανοδική πορεία των αγοραπωλησιών συνδυάστηκε με μία εκρηκτική αύξηση των τιμών των ακινήτων. Την ίδια ώρα, η πορεία των στεγαστικών δανείων παραμένει σταθερά αρνητική από το 2010 κι έπειτα. Το στοιχείο αυτό, σύμφωνα με έκθεση της Alpha Bank, καταδεικνύει ότι η ανακάμψη την περίοδο εκείνη συντελέστηκε χωρίς τραπεζικό δανεισμό (credit-less recovery) και άρα συνδέεται την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων (FDI).