Η εντυπωσιακή πορεία των τουριστικών εισπράξεων αποτελεί θετικό μήνυμα για την ελληνική οικονομία, αλλά μεγάλη αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου θα πρέπει να καταστεί σημείο προβληματισμού, όπως τονίζει στην τακτική εβδομαδιαία ανάλυσή της «7 Ημέρες Οικονομία», η Eurobank.
Σε αυτήν αναφέρει ότι λόγω της έντονης εποχικότητας των τουριστικών εισπράξεων και λόγω της υψηλής συμβολής τους στις εξωτερικές συναλλαγές της ελληνικής οικονομίας, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) στην Ελλάδα από έλλειμμα €0,7 δισεκ. τον Ιούνιο 2022 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα €1,1 δισεκ. τον Ιούλιο 2022, σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά €0,6 δισεκ. σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ.
Η βελτίωση του ΙΤΣ εδράζεται στην ισχυρή ανάκαμψη των ταξιδιωτικών εσόδων. Αναλυτικά, όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1, οι τουριστικές εισπράξεις τον Ιούλιο 2022 ανήλθαν στα €3,7 δισεκ., ενισχυμένες σε ετήσια βάση, εν μέρει και λόγω πληθωρισμού, κατά €1,4 δισεκ. ή 62,7%. Επιπρόσθετα, ήταν υψηλότερες, έστω και οριακά (0,5%), από τις αντίστοιχες του Ιουλίου 2019, χρονιά ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό. Οι τουριστικές αφίξεις διαμορφώθηκαν σε 5,3 εκατ. ταξιδιώτες, ήτοι στο 93,0% των αφίξεων του Ιουλίου 2019, σημειώνοντας ετήσια άνοδο κατά 2,5 εκατ. ταξιδιώτες ή 87,3%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρε-σιών να αυξηθεί κατά €1,4 δισεκ. ή 63,0% και να υπερκαλύψει τη διεύρυνση κατά €0,9 δισεκ. ή 38,7% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών.
Για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου - Ιουλίου 2022, το ΙΤΣ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα €9,7 δισεκ. από έλλειμμα €6,8 δισεκ. την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2021 (διεύρυνση κατά €2,9 δισεκ. ή 43,0%). Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ενισχύθηκε κατά €7,9 δισεκ. υπερκαλύπτοντας την αύξηση του πλεονάσματος των υπηρεσιών κατά €5,4 δισεκ. Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα τεύχη του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία, η χειροτέρευση του ΙΤΣ είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού κυρίως τεσσάρων παραγόντων:
- της υψηλής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές αγαθών, είτε για κατανάλωση είτε για παραγωγή τελικών προϊόντων,
- της μεγάλης αύξησης των τιμών εισαγόμενων αγαθών με σχετικά χαμη-λή ελαστικότητα ζήτησης όπως είναι τα ενεργειακά προϊόντα,
- της ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης που σε έναν βαθμό υποστηρίχθηκε από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, είτε αυτών κατά της πανδημίας είτε αυτών κατά της ενεργειακής κρίσης και
- της υποτίμησης του ευρώ.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1ο εξάμηνο 2022 η εγχώρια ζήτηση, ήτοι το άθροισμα της κατανάλωσης και των επενδύσεων, αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά €15,8 δισεκ. ή 16,8%, το πακέ-το στήριξης της κυβέρνησης κατά των επιπτώσεων της ανόδου των τιμών ενέργειας υπολογιζόταν μέχρι και τον Ιούνιο 2022 στα €8,5 δισεκ, ενώ το ευρώ στο 7μηνο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2022 σημείωσε κατά μέσο όρο πτώση έναντι του δολαρίου κοντά στο 10% (αν και ο δείκτης της ΕΚΤ για την ονομαστική μεταβολή του ευρώ έναντι των νομισμάτων 42 χωρών που αποτελούν εμπορικούς εταίρους της Ευρωζώνης, EUR EER-42, δείχνει αρκετά ηπιότερη αποδυνάμωση του ευρώ την αντίστοιχη χρονική περίοδο).
Λόγω των πολύ αισιόδοξων μηνυμάτων που εξέπεμψε ο ελληνικός τουρισμός κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και λόγω των προσδοκιών ότι το θετικό μομέντουμ θα συνεχιστεί και το φθινόπωρο, στις επόμενες δημοσιεύσεις της ΤτΕ για το ΙΤΣ στην Ελλάδα είναι πιθανόν να δούμε περαιτέρω βελτίωση των τουριστικών εσόδων, στοιχείο που θα συγκρατήσει τη διεύρυνση του ελλείμματος για το σύνολο του έτους. Παρά ταύτα, εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων και της έντονης μεταβλητότητας στο πεδίο της ενέργειας, ανοδικοί κίνδυνοι για το έλλειμμα του ΙΤΣ υφίστανται ειδικά για τους τελευταίους μήνες του έτους (Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2022).
Όποιο και να είναι το τελικό αριθμητικό αποτέλεσμα για το σύνολο της χρονιάς, το έλλειμμα του ΙΤΣ στην Ελλάδα αναμένεται να παραμείνει υψηλό για τρίτο έτος στη σειρά, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τον καθαρό εξωτερικό δανεισμό της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνουμε ότι το έλλειμμα του ΙΤΣ από €2,7 δισεκ. (1,5% του ΑΕΠ) το 2019 ενισχύθηκε στα €11,0 δισεκ. (6,6%) το 2020, ενώ πέρυσι μειώθηκε ελαφρά στα €10,8 δισεκ. (5,9% του ΑΕΠ).