Ουραγός στην ΕΕ στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας είναι η Ελλάδα, ενώ πέφτει όλο και χαμηλότερα στην παγκόσμια κατάταξη, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη που δημοσιεύει σήμερα το ΚΕΦιΜ σε συνεργασία με το καναδικό Ινστιτούτο Fraser.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η χώρα μας σημείωσε πτώση εννέα θέσεων στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας και καταλαμβάνει την 85η θέση ανάμεσα σε 165 χώρες. Για την κατάταξη αξιοποιούνται δεδομένα του 2020. Χαρακτηριστικά, η Ελλάδα κατατάσσεται στη 12η χειρότερη θέση παγκοσμίως ως προς το μέγεθος του κράτους, με τη συνολική της επίδοση στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας να την τοποθετεί ανάμεσα στη Σερβία και τη Σαουδική Αραβία.
Ιδιαίτερα προβληματικό είναι ακόμη το γεγονός ότι η χώρα μας καταλαμβάνει την τελευταία θέση ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, με την αμέσως προηγούμενη χώρα στην ΕΕ (Πολωνία, 80η) να βρίσκεται 5 θέσεις πιο ψηλά.
Η κατάταξη της Ελλάδας στα πέντε βασικά πεδία του δείκτη είναι:
▪ Μέγεθος του κράτους: 153η θέση
▪ Κράτος δικαίου και ιδιοκτησιακά δικαιώματα: 54η θέση
▪ Πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα: 75η θέση
▪ Ελευθερία στο διεθνές εμπόριο: 18η θέση
▪ Ρυθμιστικό περιβάλλον στην τραπεζική πίστη, τα εργασιακά και την επιχειρηματικότητα: 143η θέση.
Στην κορυφή του δείκτη βρίσκονται και φέτος το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη, καταλαμβάνοντας την 1η και τη 2η θέση αντίστοιχα. Η Ελβετία, η Νέα Ζηλανδία και η Δανία συμπληρώνουν την πεντάδα των χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις παγκοσμίως.
Οι πέντε χώρες με τη χαμηλότερη βαθμολογία στον φετινό δείκτη είναι η Αργεντινή, η Συρία, η Ζιμπάμπουε, το Σουδάν και τελευταία η Βενεζουέλα. Αυταρχικές χώρες όπως η Βόρεια Κορέα και η Κούβα δεν ταξινομούνται λόγω έλλειψης δεδομένων.
Άλλες αξιοσημείωτες κατατάξεις περιλαμβάνουν τις ΗΠΑ (7η ) την Ιαπωνία (12η), τη Γερμανία (25η), την Ιταλία (44η), τη Γαλλία (54η), το Μεξικό (64η), την Ινδία (89η), τη Ρωσία (94η), τη Βραζιλία (114η) και την Κίνα (116η).
Ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας δήλωσε: «Η πτώση εννέα θέσεων που καταγράφει φέτος η Ελλάδα στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας μπορεί ως ένα βαθμό να οφείλεται στο μέγεθος της έκτακτης κρατικής στήριξης για την ενίσχυση της οικονομίας, όμως σε κάθε περίπτωση είναι μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη που πρέπει να λειτουργήσει ως συναγερμός για τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικών και ευρύτερα τους πολίτες της χώρας».
Παράλληλα, ο νομικός και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΚΕΦιΜ, Τάσος Αβραντίνης προσέθεσε ότι «η Ελλάδα από το 2000 έχει σημειώσει πτώση 50 ολόκληρων θέσεων ως προς την οικονομική ελευθερία, γεγονός που υπονομεύει σοβαρά τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, αλλά και τις ευκαιρίες δημιουργίας και προκοπής για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες. Η κυβέρνηση και οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να μελετήσουν με προσοχή τα πορίσματα της έκθεσης και να λάβουν άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα μέτρα για την ουσιαστική ενίσχυση της οικονομικής ελευθερίας, ιδιαίτερα μάλιστα στα πεδία όπου οι σημερινές μας επιδόσεις είναι απογοητευτικές όπως το μέγεθος του κράτους και το ρυθμιστικό περιβάλλον. Ο διαθέσιμος χρόνος για την υλοποίηση των αναγκαίων αλλαγών ήδη έχει στενέψει δραματικά».
Επισημαίνεται ότι ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας μετρά τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές και οι θεσμοί των 165 χωρών του Δείκτη υποστηρίζουν την οικονομική ελευθερία. Το Ινστιτούτο Fraser εκπονεί την ετήσια μελέτη για την Οικονομική Ελευθερία στον Κόσμο σε συνεργασία με ένα δίκτυο ανεξάρτητων ερευνητικών και εκπαιδευτικών ινστιτούτων από περίπου 100 χώρες, μεταξύ των οποίων είναι το ΚΕΦιΜ.
Πρόκειται για μια πρωτότυπη μέτρηση της οικονομικής ελευθερίας, που υπολογίζεται βάσει των θεσμών και των πολιτικών που εφαρμόζει κάθε χώρα σε πέντε πεδία: το μέγεθος του κράτους· το κράτος δικαίου και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα ·την πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα· την ελευθερία στο διεθνές εμπόριο· και το ρυθμιστικό περιβάλλον στην τραπεζική πίστη, τα εργασιακά και την επιχειρηματικότητα.
Σύμφωνα με έγκριτα επιστημονικά περιοδικά με αξιολόγηση από ομότιμους κριτές επιβεβαιώνεται σταθερά ότι οι άνθρωποι που ζουν σε χώρες με μεγάλο βαθμό οικονομικής ελευθερίας απολαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο ευημερίας, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, καθώς και μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής.