Αντιμέτωποι με νέες ανατιμήσεις, ύψους κατά μέσο όρο 6% - 7% στα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων βρίσκονται οι ιδιοκτήτες των ΙΧ που ανανεώνουν τα συμβόλαια τους αυτή την περίοδο αλλά και στο διάστημα των επόμενων μηνών. Πηγές της ασφαλιστικής αγοράς μιλώντας προς το BD εξηγούσαν ότι πρόκειται για μία αναγκαία κίνηση των εταιρειών, δεδομένου ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που συνηγορούν σ΄ αυτή την εξέλιξη.
Συγκεκριμένα, ανέφεραν ότι μετά από την πρώτη περίοδο της πανδημίας, που κατά το μάλλον ή ήττον, τα περισσότερα ΙΧ είχαν ακινητοποιηθεί ή η κυκλοφορία τους ήταν ελάχιστη, πλέον οι δρόμοι είναι γεμάτοι και φυσικά έχει αυξηθεί ο αριθμός των ζημιών –σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας τα σοβαρά ατυχήματα αυξήθηκαν κατά 11%. Όχι μόνο, αλλά και το μέσο κόστος ζημίας έχει αυξηθεί. Οι ίδιες πηγές εκτιμούσαν πως το μέσο κόστος ζημιάς στα συνεργεία των αυτοκινήτων έχει αυξηθεί κατά περίπου 30%, όπως και τα ανταλλακτικά των αυτοκινήτων, τα οποία πολλές φορές βρίσκονται σε έλλειψη και σε υψηλές τιμές. Επίσης, αυξημένο είναι και το κόστος των αποζημιώσεων. Κι όλα αυτά σε μία εποχή υψηλού πληθωρισμού.
Εν τω μεταξύ, καταργείται στις νέες ανανεώσεις των συμβολαίων η λεγόμενη έκπτωση ακινησίας, που είχαν θεσπίσει οι εταιρείες στην περίοδο των δύο τελευταίων χρόνων ως bonus προς τους ασφαλισμένους τους επειδή δεν κυκλοφορούσαν επί μακρόν τα αυτοκίνητα τους. Δεδομένου, όμως, ότι αυτή η έκπτωση μπορούσε να υπερβεί και το 15%, η επαναφορά στις προηγούμενες τιμές δεν μπορεί να γίνει αυτόματα, γιατί το ύψος της ανατίμησης θα είναι εξαιρετικά υψηλό και ως εκ τούτου επιδιώκεται να γίνει σταδιακά και ίσως σε διάστημα δύο χρόνων.
Επίσης, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από την εποχή της «μεγάλης ύφεσης» όλοι σχεδόν οι ασφαλιστικοί κλάδοι, εκτός του αυτοκινήτου και της νοσοκομειακής περίθαλψης έχουν συρρικνωθεί σημαντικά (πχ συνταξιοδοτικά, πυρός κλπ), είναι προφανές ότι οι εταιρείες έχουν περιορίσει μεγάλο μέρος της δραστηριότητας τους. Έτσι, αξιοποιούν ως βασική ασφαλιστική ύλη την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης του αυτοκινήτου και την ανάγκη των πολιτών για περίθαλψη. Ως εκ τούτου δεν έχουν περιθώρια να αφήσουν τον χρόνο να χαθεί.
Από την άλλη πλευρά οι ασφαλιστικές εταιρείες –ο ασφαλιστικός κλάδος θεωρείται ως μεγαλύτερος επενδυτικός οργανισμός της χώρας– αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα στον τομέα των επενδύσεων λόγω των πρωτοφανών απωλειών από τα ομόλογα. Όπως είναι γνωστό οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες εκ του νόμου να επενδύουν τα διαθέσιμα τους.
Πηγή της αγοράς μιλώντας προς το BD περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση που επικρατεί στον επενδυτικό τομέα, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «μέχρι πρόσφατα είχαμε την δυνατότητα να επενδύουμε στα γερμανικά ομόλογα, τώρα πλέον κι αυτή τη επένδυση αποδεικνύεται επισφαλής. Η μόνη αξιόλογη επένδυση για τα διαθέσιμα μας είναι πια να τα βάλουμε στο ... σεντούκι και να τα κλειδώσουμε»!
Πράγματι οι γενικότερες αναταράξεις και αναστατώσεις που επικρατούν στις αγορές, εγχώριες και διεθνείς, δεν παρέχουν υψηλά περιθώρια ασφάλειας για κλασικούς και όχι ευκαιριακούς επενδυτές, όπως είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες.