Αποκαλυπτικά για το υψηλό φορολογικό βάρος που καλούνται να σηκώσουν τα νοικοκυριά είναι τα στοιχεία έρευνας του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών «Μάρκος Δραγούμης» (ΚΕΦίΜ), σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες δουλεύουν τις 181 από τις 365 ημέρες του χρόνου για να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ενώ από το 1999 και μετά αυξάνονται συνεχώς οι ημέρες που εργαζόμαστε για το κράτος.
Η έρευνα δείχνει ότι το 2022 ο μέσος Έλληνας χρειάστηκε να δουλέψει 76 ημέρες για να πληρώσει έμμεσους φόρους, 62 ημέρες για να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές, 42 ημέρες για να πληρώσει άμεσους φόρους και 1 ημέρα για φόρους κεφαλαίου. Έτσι η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας δηλαδή η ημέρα που οι φορολογούμενοι είναι «ελεύθεροι» να αποφασίσουν που θα δαπανήσουν το εισόδημά τους ήρθε φέτος την 1η Ιουλίου. Μέχρι τότε δουλεύουν μόνο για την εφορία και τον ΕΦΚΑ και μάλιστα αν συνυπολογιστεί το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το 2022 που αντιπροσωπεύει μελλοντικούς φόρους τότε η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας έρχεται 19 ημέρες αργότερα στις 20 Ιουλίου
Αναλυτικότερα με βάση τα ευρήματα της έρευνας:
Πληρώνουμε σχεδόν 2 φορές περισσότερα σε φόρους και εισφορές απ’ ό,τι για τις βασικές μας ανάγκες. Η σύγκριση των κρατικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές με τις ετήσιες δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών καταδεικνύει την πολύ μεγάλη επιβάρυνση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά ξόδεψαν το 2020 41,8 δισ. ευρώ για τις βασικές τους ανάγκες, ενώ σε φόρους και εισφορές έδωσαν 1,6 φορές περισσότερα το ίδιο έτος, και σχεδόν τα διπλάσια το 2021.
Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερο για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές, καθώς σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2021 εργαστήκαμε για το κράτος 183 ημέρες (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021: 3 Ιουλίου).
Από το 2010 στο 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αν συνυπολογίσουμε το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, τότε το 2009 είχαμε τη μεγαλύτερη κατ’ ‘έτος αύξηση ημερών εργασίας για το κράτος (+19) μέχρι να φτάσουμε στο 2020 όπου η χαμηλή συγκομιδή φορολογικών εσόδων εξαιτίας της πανδημίας και η διατήρηση του ύψους των κρατικών δαπανών κατέληξε σε κατ’ ‘έτος αύξηση +43 ημερών.
Οι ημέρες που εργαζόμαστε για το κράτος αυξάνονται συνεχώς από το 1999 με αποκορύφωμα το 2018, όταν η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας ήρθε μετά από 186 ημέρες, στις 6 Ιουλίου Αν όμως συνυπολογίσουμε το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, το 2013 αποτελεί το έτος με τις περισσότερες ημέρες εργασίας για το κράτος, με 232 ημέρες. Κατά τη δεκαετία 1999-2009 ο αριθμός ημερών εργασίας για το κράτος αυξήθηκε περίπου κατά 2 εβδομάδες. Από το 2010 ο αριθμός ημερών εργασίας για το κράτος αυξήθηκε κατά 25 ημέρες σε σχέση με το 2008 που μέχρι τότε ήταν ο υψηλότερος, φτάνοντας τις 175 ημέρες το 2015.
Το 2016 καταγράφεται μια νέα αύξηση κατά 10 ημέρες φτάνοντας τις 185 και στη συνέχεια ο αριθμός των ημερών που εργαζόμαστε για το κράτος διατηρείται σχετικά σταθερός έως το 2018, όπου φτάνει το υψηλότερο νούμερο, στις 186 ημέρες. Από το 2019 μέχρι σήμερα ο αριθμός ημερών εργασίας για το κράτος παραμένει σχετικά σταθερός, ωστόσο η πανδημία του κορονοϊού και η επανεμφάνιση των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης οδήγησε σε διόγκωση του χρέους που μεταφράζεται σε μελλοντικούς φόρους. Αν συνυπολογίσουμε το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, τότε το έτος 2009 είναι η μεγαλύτερη κατ’ έτος αύξηση ημερών εργασίας για το κράτος (+19) μέχρι να φτάσουμε στο 2020 όπου η χαμηλή συγκομιδή φορολογικών εσόδων εξ’ αιτίας της πανδημίας και η διατήρηση του ύψους των κρατικών δαπανών κατέληξε σε κατ’ ‘έτος αύξηση 43 ημερών.
Η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης ανάμεσα σε 28 ευρωπαϊκές χώρες που εξετάζονται μέσα σε μία δεκαετία. Από το 2010 στο 2020 στην Ελλάδα προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, πίσω μόνο από την Σλοβακία (+30), την ίδια στιγμή που 7 χώρες μείωσαν ή κράτησαν σταθερή την φορολογική επιβάρυνση: Κροατία (0), Δανία και Ρουμανία (-1), Εσθονία (-3), Σλοβενία (-4), Νορβηγία (-8) και Ουγγαρία (-9).
Το 2020 η Ελλάδα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας με 7η χειρότερη επίδοση ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση)