Ανησυχητική είναι η αύξηση του αριθμού και του ύψους των χρεών στην εφορία από τους μεγάλους οφειλέτες, κυρίως εταιρείες, που χρωστούν πάνω από 1 εκατ. ευρώ, τα χρέη των οποίων έχουν αυξηθεί κατά 2,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση: 8.827 φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας οφείλουν 89,856 δισ. ευρώ, ή το 80% των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών, με το μέσο χρέος ανά οφειλέτη να υπερβαίνει τα 10 εκ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, διευρύνεται με ταχείς ρυθμούς ο αριθμός των μικρών οφειλετών στην εφορία, καθώς οι φορολογούμενοι με «κόκκινες» οφειλές από 50 έως 500 ευρώ αυξήθηκαν το τελευταίο χρόνο κατά 265.153 άτομα και ξεπέρασαν το 1,5 εκατ. όπως προκύπτει από την «ακτινογραφία» των χρεών που περιλαμβάνει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Με την ακρίβεια να καλπάζει και να ροκανίζει τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται οι φορολογούμενοι που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στην εφορία ακόμα και αν οι οφειλές τους είναι μικρές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα από τον Απρίλιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 οι φορολογούμενοι με χρέη από 50 έως 500 ευρώ έφθασαν στα 1.532.349 πρόσωπα σε σύνολο 3.944.665 οφειλετών (4 στους 10), όταν τον Απρίλιο του 2021 ανέρχονταν σε 1.267.196 πρόσωπα με το συνολικό ποσό της οφειλής να ανέρχεται σε 309 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ που επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής:
- Αυξήθηκε κατά 6.806 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 ο αριθμός των οφειλετών, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στα 3.994.665. Η αύξηση πηγάζει κυρίως από την κατηγορία οφειλής μεταξύ 50 και 500 ευρώ (στην οποία συσσωρεύεται το 39% των οφειλετών) με το πλήθος τους να εμφανίζεται αυξημένο κατά 265.153 πρόσωπα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
- Περιορίστηκαν κατά 296.923 οι οφειλέτες με χρέη έως 50 ευρώ ο καθένας κυρίως λόγω της διαγραφής βεβαιωμένων ανείσπρακτων οφειλών με εισπρακτέο υπόλοιπο ανά βασική οφειλή μικρότερο του 1 ευρώ. Η διαγραφή είχε σαν αποτέλεσμα της μείωσης του πλήθους των οφειλετών στην κατηγορία οφειλής μικρότερης του 1 ευρώ κατά 280.463 πρόσωπα σε ετήσια βάση, με τον συνολικό αριθμό να διαμορφώνεται σε 69.414.
- Διογκώθηκε το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες οφειλής, με τη μεγαλύτερη να πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 2,6 δισ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 310 πρόσωπα. Σημειώνεται ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλής συγκεντρώνεται το 80% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,2% των οφειλετών. Στην αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου στο εύρος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ σημαντική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 2,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Από τα νομικά πρόσωπα προέρχεται το 73% των οφειλών στο συγκεκριμένο εύρος οφειλής με το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπό τους να αγγίζει στο τέλος του Απριλίου του 2022 τα 65,6 δισ. ευρώ. Τα νομικά πρόσωπα που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκαν στα 5.376, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 181 νομικά πρόσωπα.
- Οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές στο τέλος του Απριλίου 2022 διαμορφώθηκαν στα 112,55 δισ. ευρώ από 109,08 δις. ευρώ που ήταν τον Απρίλιο του 2021 καταγράφοντας αύξηση κατά 3,465 δισ. ευρώ. Το 22,6% του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους, που αντιστοιχεί σε 25,4 δις ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Έτσι το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο ανέρχεται στα 87,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
- Το 51,3% των ληξιπρόθεσμων οφειλών, που αντιστοιχεί σε 44,7 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.) και το υπόλοιπο από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα, που αποτελούν το 28,1% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,5 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (καταπτώσεις εγγυήσεων, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.) που αποτελούν το 20,6% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.