«Καζάνι που βράζει» είναι η αγορά ακινήτων αυτό το καλοκαίρι, λίγο πριν τον Αύγουστο που αποτελεί το σημείο εκκίνησης και λήξης πολλών συμβολαίων ενοικίασης. Ήδη, πολλοί οι ενοικιαστές έχουν έρθει αντιμέτωποι με αυξήσεις ενοικίου που φθάνουν ακόμα και το 25%.
«Η εύρεση προσιτού ενοικίου αποτελεί "όνειρο θερινής νυκτός» τόσο για οικογένειες, όσο και για τους νέους της χώρας μας. Προσιτή κατοικία σύμφωνα με την Eurostat είναι κάθε κατοικία που δεν αναγκάζει ένα νοικοκυριό να ξοδέψει περισσότερο από 30% του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματός του σε συνολικά έξοδα κατοικίας (ενοίκιο/δόση δανείου, λογαριασμοί, κοινόχρηστα). Ο όρος "προσιτό ενοίκιο" στη χώρα μας έχει εξαλειφθεί. Το πρόβλημα διογκώνεται καθημερινά, τόσο με νέους ενδιαφερόμενους που δεν μπορούν να προβούν σε αγορά κατοικίας και στρέφονται στο ενοίκιο, όσο και με τους ήδη ενοικιαστές που καλούνται να διαπραγματευτούν την ανανέωση του μισθωτηρίου συμβολαίου που είχαν υπογράψει το 2019 και λήγει τη φετινή χρονιά» σημειώνει ο Θεμιστοκλής Μπάκας,πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates.
Όπως εξηγεί, μεγάλο μέρος μισθωτηρίων συμβολαίων που αφορούν κατοικίες έχουν «γενέθλια» τον Αύγουστο. Ο Αύγουστος και ο Φεβρουάριος, αποτελούν τους μήνες που πραγματοποιούνται οι περισσότερες μετακομίσεις, ανανεώσεις μισθωτηρίων συμβολαίων αλλά και έναρξη νέων.
Το φετινό καλοκαίρι και κυρίως τον Αύγουστο, μεγάλο μέρος των μισθωτηρίων συμβολαίων που υπογράφηκαν προ τριετίας, το 2019, θα πρέπει να ανανεωθούν ή οι ενοικιαστές να προβούν σε αναζήτηση νέας κατοικίας προς μίσθωση. Ήδη, σημειώνει, από αρχές Ιουνίου του τρέχοντος έτους, μέρος των ιδιοκτητών που εκμισθώνουν ακίνητα έχουν προβεί σε επικοινωνία με τους ενοικιαστές για την ανανέωση της τριετούς μισθωτικής σύμβασης που επίκειται να λήξει εντός των επομένων 2-3 μηνών. Μέρος των ιδιοκτητών ακινήτων για να πραγματοποιήσουν την ανανέωση της μισθωτικής σύμβασης στον ίδιο ενοικιαστή, ζητούν αύξηση του ενοικίου ακόμη και 25% σε σχέση με το ενοίκιο το 2019.
Οι ιδιοκτήτες γνωρίζουν ότι η εύρεση κατοικίας με προσιτό ενοίκιο και παράλληλα η εύρεση κατοικίας που να συνάδει η κατάσταση του ακινήτου με το ζητούμενο μίσθωμα αποτελεί «τζόκερ» και ξέρουν ότι ο ενοικιαστής πιθανότατα θα αναγκαστεί να αποδεχθεί την όποια αύξηση, διότι δεν υπάρχουν επιλογές και παράλληλα μια μετακόμιση έχει μεγάλο κόστος.
«Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επικοινωνία ιδιοκτήτη με τον ενοικιαστή, όπου όταν ο ενοικιαστής του ανάφερε ότι η αύξηση που ζητάει είναι μεγάλη (25%), ο ιδιοκτήτης του απάντησε, "μπες στις ιστοσελίδες των αγγελιών να δεις τη ζητάνε για 50"τμ», αναφέρει ο κ. Μπάκας. Και τονίζει ότι «το μεγαλύτερο μέρος των ιδιοκτητών που ζητούν υψηλές αυξήσεις δεν είναι φυσικά πρόσωπα που εκμισθώνουν 1-2 ακίνητα, αλλά ιδιοκτήτες (φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα) πολλών διαμερισμάτων και ολόκληρων πολυκατοικιών».
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι οι ιδιοκτήτες που επικοινωνούν με μεσιτικά γραφεία της περιοχής τους κάνοντας έρευνα αγοράς, να γνωρίσουν τη σημερινή εικόνα των ζητούμενων μισθωμάτων, ώστε να ενημερώσουν τον ενοικιαστή για τη νέα αύξηση στην ανανέωση της μισθωτικής σύμβασης.
Πάνω από 40% του εισοδήματος σε στέγαση
Η ραγδαία αύξηση του κόστους στέγασης στη χώρα μας συγκριτικά με τα εισοδήματα καταγράφεται από το 2018, όπου σύμφωνα με έρευνα της Eurostat, μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 το κόστος στέγασης για τους ενοικιαστές με ενοίκιο σε τιμές αγοράς το υψηλότερο ήταν στην Ελλάδα, όπου το 83,1% των ενοικιαστών δαπάνησε πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για στέγαση, όταν το μέσο όρο δαπάνης στην ΕΕ-27 δεν ξεπερνούσε το 25,1%.
Το 2019, νέα έρευνα της Eurostat καταγράφει ότι το 62,1% των ενοικιαστών στη χώρα μας δαπανούσαν άνω του 50% του εισοδήματος τους για το κόστος στέγασης. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Ρουμανία ήταν 29,4%,στην Ισπανία 26,2%,στη Βουλγαρία 24,2%, στη Πορτογαλία 14,5%, στην Γερμανία 10%, στη Γαλλία 8,6% και στη Κύπρο μόλις 4,4%. Σήμερα, μετά την ραγδαία αύξηση των ενοικίων, την εκτίναξη του πληθωρισμού και την ενεργειακή κρίση, το κόστος στέγασης έχει αυξηθεί ραγδαία.
Το 2022, ενοικιαστές δαπανούν έως και 60% - 70% ενός μισθού για το κόστος στέγασης και αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία σχεδόν έναν ολόκληρο μισθό. Ταυτόχρονα, πρόσφατη έρευνα της ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αναφέρει ότι τα 4 από τα 10 νοικοκυριά βρίσκονται σε στεγαστική κρίση, το 40% του πληθυσμού της χώρας μας, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 9,2%, ενώ δεύτερη χώρα στην Ευρώπη είναι η Βουλγαρία με 17,4%.
Σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλο ζητούμενο είναι η παρέμβαση των κρατών με σοβαρή στεγαστική πολιτική. Όπως σημειώνεται σε γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Καθολική πρόσβαση σε στέγαση αξιοπρεπή, βιώσιμη και οικονομικά προσιτή σε μακροπρόθεσμη βάση) στις 20/2/2020, με εισηγητή τον Raymond Hencks, οι στεγαστικές πολιτικές των κρατών μελών δεν μπορούν να περιορίζονται στον αποκλειστικό στόχο να βοηθήσουν τα ευάλωτα άτομα να βάλουν «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους», πρέπει να μεριμνούν για την προσαρμογή της κατοικίας στην κατάσταση της οικογένειας και για τη βελτίωση της ποιότητας της κατοικίας, ιδίως μέσω της αναβάθμισης των υφιστάμενων κατοικιών, δηλαδή να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή και προσιτή στέγη σε όλους τους πολίτες, εκεί όπου διαπιστώνονται τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές ανάγκες.