Την ανακούφιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προκαλούν τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στην αγορά της ενέργειας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος. Ωστόσο υπογραμμίζει πως τα μέτρα που ανακοινώθηκαν υπολείπονται των πραγματικών αναγκών που έχουν, με την ΓΣΕΒΕΕ να ζητά επίσης να δοθεί στη δημοσιότητα το πόρισμα της ΡΑΕ για τα κέρδη των παρόχων ενέργειας.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΒΕΕ, οι λόγοι που τα μέτρα υπολείπονται των πραγματικών αναγκών όπως υποστηρίζει η συνομοσπονδία είναι οι εξής:
Πρώτοv, οι αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς στις αρχές του δεύτερου εξαμήνου του 2021. Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος επιτάχυνε τις αυξήσεις των τιμών ενέργειας. Επομένως η επιστροφή στις τιμές του Δεκεμβρίου 2021, που επιχειρείται με τις παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν, δεν καλύπτει το σύνολο των αυξήσεων που πρόεκυψαν από την αρχική εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης.
Ενδεικτικά, βάσει στοιχείων του ΑΔΜΗΕ, η τιμή της MWH ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2021 κυμαινόταν στην περιοχή των 60 ευρώ, τον 7ο/2021 φτάνει τα 98 για να κλείσει τον 12ο/2021 στα 264 ευρώ. Με βάση αυτά είναι εύλογος ο προβληματισμός εάν οι επιδοτήσεις ανά μεγαβατώρα που ανακοινώθηκαν είναι αρκετές για να προσφέρουν την αναγκαία ανακούφιση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Δεύτεροv, θεωρούμε ότι η αναδρομική επιστροφή του 60% της αύξησης των λογαριασμών ρεύματος που ανακοινώθηκε για τα νοικοκυριά θα πρέπει να ισχύσει και για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και στερούνται πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα.
Τρίτοv, από τα μέτρα απουσιάζουν δομικές παρεμβάσεις μόνιμου χαρακτήρα, που θα ρυθμίζουν μια αγορά που διαχειρίζεται ένα δημόσιο αγαθό. Τέτοια μέτρα είναι: νομοθετική κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής, σταθερή τιμή κιλοβατώρας για ένα τουλάχιστον έτος, αλλαγή τρόπου υπολογισμού της τιμής του ρεύματος με απεξάρτηση από τον ακριβότερο πάροχο, προσωρινή αναστολή των δικαιωμάτων ρύπων και λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων για όσο καιρό διαθέτουμε αποθέματα λιγνίτη.