«Καμπάνακι» στην κυβέρνηση κτυπούν οι τιμές χονδρικής του ρεύματος, που βρίσκονται και σήμερα όπως και τη Δευτέρα στο υψηλότερο σημείο στην Ευρώπη, φθάνοντας 276 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η ΡΑΕ η τιμή χονδρικής για αύριο είναι αυξημένη στην Ελλάδα κατά 4,60% και είναι με διαφορά η υψηλότερη στην Ευρώπη, καθώς στην Ιταλία που βρίσκεται στη δεύτερη θέση διαμορφώθηκε στα 246 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει λάβει εντολή από το Μέγαρο Μαξίμου να προσδιορίσει τον ελεύθερο δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να υπάρξει για νέα μέτρα στήριξης, ενώ παράλληλα το υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξετάζει εναλλακτικά σενάρια για νέο μοντέλο στήριξης επιχειρήσεων και καταναλωτών.
Ειδικότερα:
- Στο υπουργείο Οικονομικών εργάζονται με βάση σενάριο χρησιμοποίησης για μέτρα στήριξης όλου του δημοσιονομικού χώρου που θα προέκυπτε εάν η Ελλάδα απέκλινε από το φετινό στόχο του προϋπολογισμού για πρωτογενές έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ και το έλλειμμα ανέβαινε στο 3% του ΑΕΠ, το οποίο η κυβέρνηση δεν θέλει να ξεπεράσει. Με βάση αυτό το σενάριο θα μπορούσε να ανοίξει πρόσθετος χώρος της τάξεως των τριών δις. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ) για να χρησιμοποιηθεί για μέτρα στήριξης έως το τέλος του έτους, καθώς πλέον δεν θεωρείται ρεαλιστικό το αρχικό σενάριο να σταματήσει η στήριξη μετά το α’ εξάμηνο.
- Το υπουργείο Περιβάλλοντος εργάζεται σε σενάρια για αποδοτικότερη αξιοποίηση των κρατικών πόρων, πέραν του βασικού μοντέλου που εφαρμόζεται έως τώρα, δηλαδή της απευθείας στήριξης για τους λογαριασμούς του ρεύματος. Δεδομένου ότι το κύριο πρόβλημα της αγοράς ρεύματος εντοπίζεται στις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, οι οποίες δεν προβλέπεται να υποχωρήσουν το β’ τρίμηνο καθώς θα συνεχιστούν οι επιδράσεις από τον πόλεμο της Ουκρανίας και τις κυρώσεις στη Ρωσία, το νέο σενάριο που εξετάζεται είναι να επιδοτηθεί το κόστος αγοράς φυσικού αερίου των παραγωγών ενέργειας και ενδεχομένως της βιομηχανίας. Με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι θα γίνει πιο πιθανή μία συγκράτηση της τιμής χονδρικής του ρεύματος που αποτελεί την «πηγή» του κακού και το νέο μοντέλο ενισχύσεων θα είναι αποτελεσματικότερο για τη συνολική ελάφρυνση του κόστους διαβίωσης των καταναλωτών και του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων. Επιπλέον αυτό το μοντέλο θεωρείται ότι είναι πιο εύκολο να εφαρμοστεί χωρίς να προσκρούει η κυβέρνηση στην κοινοτική νομοθεσία για τον ανταγωνισμό των ενεργειακών αγορών, όπως θα συνέβαινε εάν επιχειρούσε να επιβάλλει πλαφόν στην τιμή χονδρικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι άδεια για να παρέμβουν στις τιμές χονδρικής πήραν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρόσφατα Ισπανία και Πορτογαλίας λόγω των ειδικών συνθηκών στις αγορές τους, οι οποίες δεν συντρέχουν στην περίπτωση της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση θα περιμένει «σήματα» από τους Ευρωπαίους εταίρους σε δύο επίπεδα πριν οριστικοποιήσει τις πιθανές νέες παρεμβάσεις της. Αφενός παραμένει ζητούμενο να εκδηλωθεί μία συνολική ευρωπαϊκή παρέμβαση για τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους με μέτρα κοινής αποδ0χής όπως θα ήταν μεταξύ άλλων η δημιουργία ενός ειδικού ταμείου που θα επιδοτεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη στήριξη επιχειρήσεων και καταναλωτών.
Τα πιθανά κοινά ενεργειακά μέτρα θα συζητηθούν στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής στη βάση εισήγησης που θα καταθέσει η Κομισιόν, όμως, οι αποκλίσεις που διαπιστώνονται στις θέσεις των κρατών δεν δημιουργούν αισιοδοξία ότι η Ευρώπη θα καταλήξει σε σοβαρές αποφάσεις.
Σε δεύτερο επίπεδο και εφόσον η κυβέρνηση οριστικοποιήσει την απόφαση για εθνική παρέμβαση με μέτρα που θα έχουν δημοσιονομικό κόστος, θα χρειαστεί μία νέα συζήτηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας ώστε να δοθεί η έγκρισή τους στην αλλαγή των δημοσιονομικών σεναρίων για το 2022.
Σύμφωνα με πληροφορίες επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία στην κυβέρνηση ότι οι Θεσμοί θα εγκρίνουν μία αλλαγή του δημοσιονομικού στόχου για το 2022 δεδομένων των έκτακτων συνθηκών που επικρατούν, όμως, θα χρειαστεί να εξετάσουν και την ουσία των μέτρων και να κρίνουν την πιθανή οικονομική τους αποτελεσματικότητα. Σε κάθε περίπτωση δεν θεωρείται πιθανό να αποδεχθούν οποιαδήποτε συζήτηση για μία μεγάλη διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος, πέραν του 3%, καθώς αυτή θα δυσκόλευε την επαναφορά σε δημοσιονομική σταθερότητα το 2023 και θα επιδρούσε δυσμενώς στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.