Σε τακτική αναδίπλωση υποχρεώνουν την κυβέρνηση οι εξελίξεις στη διεθνή ενεργειακή αγορά, που φέρνουν σημαντικές αλλαγές στο χρονοδιάγραμμα της απολιγνιτοποίησης, εν μέσω των νέων συνθηκών που δημιουργεί η αναγκαία απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ωστόσο, εκφράζονται αμφιβολίες για το αν μία τέτοια στροφή είναι εφικτή αλλά και ικανή να αποτρέψει ενδεχόμενο πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας εν μέσω της αυξημένης ζήτησης τους καλοκαιρινούς μήνες.
Όπως έγινε γνωστό χτες από τον πρωθυπουργό θα υπάρξει προσωρινή αύξηση της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη την επόμενη διετία, με αύξηση της εξόρυξης κατά 50%, ώστε να μειωθεί βραχυπρόθεσμα η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Υπογράμμισε ωστόσο ότι αυτό δεν ανατρέπει στο ελάχιστο τον σχεδιασμό για την πράσινη μετάβαση, ούτε αλλάζει τα πραγματικά δεδομένα για τον λιγνίτη. Προκειμένου να υπάρξει αύξησης της παραγωγής ενέργειας, η νέα μονάδα της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα 5 θα λειτουργήσει ως λιγνιτική μέχρι το 2028, ενώ αν χρειάζεται θα μείνουν ανοικτές για μεγαλύτερο διάστημα και οι παλιότερες λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου 5 και της Μελίτης. Το χρονικό διάστημα αυτής της παράτασης «θα αξιολογηθεί ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής», ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός.
«Σε μία αχαρτογράφητη συγκυρία η πολιτική μας οφείλει να είναι ευέλικτη» αναφερόμενος και σε διορθωτικές παρεμβάσεις που θα πρέπει να γίνουν στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος αλλά, όπως είπε, δεν θα θέσουν σε αμφισβήτηση τους φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών του αερίου του θερμοκηπίου κατά 55% το 2030 και βέβαια την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι ο λιγνίτης «υπό κανονικές συνθήκες» είναι πολύ ακριβότερος από το φυσικό αέριο και από τις ΑΠΕ λόγω των πολύ υψηλών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. «Έπρεπε να συμβεί ένας πόλεμος αυτού του μεγέθους που οδήγησε το φυσικό αέριο σχεδόν σε δεκαπλάσια τιμή για να γίνει προσωρινά -το τονίζω- προσωρινά πιο φθηνή η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη», είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.
Σημαντική η πτώση του λιγνίτη στο μείγμα
Το 2019 ξεκινάει η ιστορία της απολιγνιτοποίησης για την Ελλάδα, με την πρώτη σχετική αναφορά σε ομιλία του πρωθυπουργού τον Σεπτέμβριο στη Σύνοδο του ΟΗΕ για το Κλίμα όπου είχε ανακοινώσει ότι «στόχος μας είναι να κλείσουμε όλες τις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2028 μολονότι είμαστε μεγάλος παραγωγός λιγνίτη». Τον Απρίλιο του 2021 ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης ανακοίνωσε την ταχύτερη από το αναμενόμενο μετατροπή της μονάδας Πτολεμαϊδα 5 από λιγνιτική σε μονάδα φυσικού αερίου καθώς, όπως είχε σημειώσει, η πορεία των τιμών του διοξειδίου του άνθρακα έφερναν πιο σύντομα την ανάγκη να μετασχηματιστεί σε μονάδα φυσικού αερίου, αρκετά νωρίτερα από το 2028 που ήταν η αρχική πρόβλεψη, στο 2025.
Με σχετικό δελτίο τύπου, η ΔΕΗ στα τέλη του 2021 ανέφερε ότι το 2021 αποσύρθηκαν οι μονάδες Καρδιά 3 και 4 και εντός του 2022 θα αποσυρθούν οι μονάδες Μεγαλόπολη 3, Αγ. Δημητρίος 1-4, το 2023 οι Αγ. Δημήτριος 5, Μελίτη 1, Μεγαλόπολη 4 και, τέλος, το 2025 μετατροπή της Πτολεμαΐδα 5 σε μονάδα φυσικού αερίου. Υπενθυμίζεται πως η νέα αυτή μονάδα της ΔΕΗ με προϋπολογισμού 1,4 δισ. ευρώ έχει αποτελέσει την «αχίλλειο πτέρνα» του σχεδίου για την απολιγνιτοποίηση της χώρας.
Ωστόσο, και παρά το παραπάνω πρόγραμμα, η απολιγνιτοποίηση είχε ξεκινήσει στην πράξη έτσι κι αλλιώς με σημαντική πτώση του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι το 2021 η λιγνιτική παραγωγή, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, έπεσε κατά 6,7% σε σχέση με το 2020 ενώ έφτασε να αντιπροσωπεύει το 10% του μείγματος, ποσοστό που αποτελεί ιστορικό χαμηλό. Το κενό που δημιούργησε ο λιγνίτης ήρθε να καλυφθεί με φυσικό αέριο που η κυβέρνηση έχει θέσει ως μεταβατικό καύσιμο προς μία οικονομία χαμηλότερων ρύπων, αυξάνοντας κατά πολύ την εξάρτηση της χώρας από σχετικές εισαγωγές.
Όπως έγραφε το BD, η Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση χρήσης φυσικού αερίου για την παραγωγή ενέργειας στην Ευρώπη το 2021, ακριβώς την περίοδο που σημείωνε αλματώδη άνοδο η τιμή του αερίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Γκέοργκ Ζάκμαν, ειδικού στην αγορά ενέργειας του Ινστιτούτου Bruegel, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, η χρήση του λιγνίτη έπεσε κατά 5%, ενώ παράλληλα το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά το ίδιο ακριβώς ποσοστό μέσα στο 2021, σε μία χρονιά που το φυσικό αέριο κατέγραψε ράλι τιμών. Αυτές οι μεταβολές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί η Ελλάδα είχε το 2021 από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις χονδρικές τιμές του ρεύματος.
Αμφιβολίες για ενεργειακή επάρκεια το καλοκαίρι
Το μεγάλο ερώτημα σήμερα, όμως, είναι αν ο λιγνίτης μπορεί να επιστρέψει σε κεντρικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα αρκετά γρήγορα, ώστε να αντισταθμίσει ενδεχόμενη έλλειψη παραγωγής από φυσικό αέριο, σε περίπτωση διακοπής του εφοδιασμού από τη Ρωσία, είτε επειδή θα το επιλέξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο κυρώσεων για τον πόλεμο, ή επειδή θα εξωθήσει η ίδια η Ρωσία την κατάσταση σε αυτό το σημείο, μέσα από την προσπάθεια που κάνει για την επιβολή πληρωμών σε ρούβλια.
Μιλώντας στο Business Daily, ο πρόεδρος ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, Γιώργος. Αδαμίδης σημειώνει ότι ακόμα δεν έχουμε δει τον αντίκτυπο από τον πόλεμο αλλά διατυπώνει και αμφιβολίες για το αν οι νέες εξαγγελίες της κυβέρνησης μπορούν να διασφαλίσουν την ενεργειακή επάρκεια της χώρας ενόψει της αυξημένης ζήτησης τους καλοκαιρινούς μήνες.
Όπως σημειώνει, λόγω της χαμηλής συμμετοχής του λιγνίτη στο μείγμα το τελευταίο διάστημα, που έφτανε στο 4-5%, όλη η εξορυκτική δραστηριότητα αποθηκευόταν στις αυλές λιγνίτη και τα αποθέματα σήμερα είναι ικανά να τροφοδοτήσουν τις μονάδες σε βορρά και νότο για ένα μήνα. Όπως τονίζει, η αύξηση της εξόρυξης κατά 40-50% που προβλέπεται στο σχέδιο έκτακτης ανάγκης που έχει συνταχθεί, δεν είναι εύκολη και χρειάζεται το απαραίτητο προσωπικό που αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει η ΔΕΗ, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει 4.500 εργαζόμενοι στην παραγωγή και εξόρυξη λιγνίτη.
Σχολιάζοντας την αναφορά του πρωθυπουργό στο κόστος του λιγνίτη, ο κ. Αδαμίδης παρουσιάζει μία διαφορετική εικόνα. Όπως τονίζει, το κόστος του φυσικού αερίου ήταν συγκυριακά φθηνότερο εν μέσω της τεράστιας απώλειας ζήτησης κατά τη διάρκεια των lockdown, όταν οι εισαγωγές από τη Ρωσία ήταν πάρα πολύ φθηνές, με το κόστος της μεταφοράς να ξεπερνάει το ίδιο το κόστος του προϊόντος. Με τη διόρθωση της αγοράς και την επαναφορά της ζήτησης φάνηκε, λέει, ότι το φυσικό αέριο δεν αποτελεί φθηνότερη επιλογή, ενώ αυξάνει την εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, συγκριτικά με τον εγχώριο λιγνίτη. Μάλιστα σημειώνει ότι το κόστος σε μία σύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου ανέρχεται σε 200 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα ενώ αντίστοιχα, σε παλαιότερες μονάδες λιγνίτη, το κόστος αυτό, μαζί με τις εκπομπές δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων δεν ξεπερνάει τα 140 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι με την καινούρια μονάδα το κόστος αυτό δεν θα ξεπερνάει τα 115 ευρώ μεγαβατώρα.
Ο κ. Αδαμίδης, αποδίδει τις αυξημένες τιμές στη λειτουργία του target model στην ελληνική αγορά και υποστηρίζει ότι «τα χειρότερα έρχονται», αν σταματήσουν οι ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία και με τη στροφή σε αυξημένες προμήθειες LNG. Πέραν όμως του θέματος των τιμών, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ίδιο το θέμα της επάρκειας ενέργειας τους επόμενους μήνες. «Στοιχηματίζω ότι το φετινό καλοκαίρι θα έχουμε ζήτημα διακοπών ρεύματος από επάρκεια και αυτό είναι κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στη χώρα» σημειώνει.
Σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και πρώην ανώτατο στέλεχος της ΔΕΗ, σημειώνοντας στο BD ότι ίσως χρειαστούν προγραμματισμένες διακοπές μέσα στους καλοκαιρινούς μήνες που παραδοσιακά η ζήτηση αυξάνεται κατακόρυφα ως αποτέλεσμα των καιρικών συνθηκών αλλά και της τουριστικής κίνησης.
Όπως εξηγεί, τα ορυχεία έχουν μείνει εκτός δραστηριότητας για καιρό δημιουργώντας σημαντικά ζητήματα στο να επιτευχθεί η αυξημένη παραγωγή που θέλει η κυβέρνηση. Η διαδικασία επαναφοράς της παραγωγής χρειάζεται τουλάχιστον 6 μήνες, ώστε να καταφέρουμε να «πιάσουμε» παραγωγή σε επίπεδα που απαιτούνται για να αυξηθεί ουσιωδώς η συμμετοχή του λιγνίτη. Μάλιστα, σημειώνει ότι, παρά την ύπαρξη λιγνίτη στη χώρα, λόγω των συνθηκών όπως είναι διαμορφωμένες σήμερα, μπορεί να οδηγηθούμε σε αυξημένες εισαγωγές από γειτονικές χώρες, όπως η Β. Μακεδονία, ώστε να καλυφθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ανά περιόδους πραγματοποιούνται εισαγωγές από τη χώρα αυτή ώστε να υποστηριχθεί η μονάδα της Φλώρινας που έχει κοντά ένα μικρό ιδιωτικό ορυχείο που δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της. Ωστόσο, πλέον μιλάμε για το ενδεχόμενο οι εισαγωγές αυτές να χρειαστεί να διευρυνθούν πολύ για να καλύπτουν βασικές ανάγκες για τη στήριξη του μείγματος, κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να γίνει.
Καταλήγοντας, ο ίδιος τονίζει ότι στον ενεργειακό ανασχεδιασμό της χώρας θα έπρεπε να μπει πρώτα το ζήτημα της ασφάλειας και της επάρκειας και στη συνέχεια το ζήτημα του κόστους. Σε αντίθεση με τη Γερμανία που έχει τοποθετήσει τον χρονικό ορίζοντα της απολιγνιτοποίησης στο 2038, η Ελλάδα έσπευσε να φέρει τον στόχο αυτόν αρχικά στο 2028 και στη συνέχει στο 2025 και να κλείσει απότομα την παραγωγή με αποτέλεσμα να δημιουργείται ζήτημα ασφάλειας εφοδιασμού,καθώς προστίθεται παραγωγή από ένα καύσιμο που δεν είναι απολύτως ασφαλές και εκθέτει τη χώρα σε απρόβλεπτους εξωτερικούς παράγοντες, όπως έδειξαν η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία.