Να επιβάλλουν έκτακτους φόρους στα «ουρανοκατέβατα» κέρδη των εταιρειών ενέργειας σπεύδουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως και η ελληνική, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπής. Σε ανάλυσή του, όμως, ο Economist επισημαίνει ότι αυτοί οι έκτακτοι φόροι μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, κυρίως δηλαδή να εμποδίσουν την πραγματοποίηση επενδύσεων από τις εταιρείες.
Σύμφωνα με τον Economist, στις 8 Μαρτίου, την ημέρα που η τιμή του πετρελαίου brent, του σημείου αναφοράς που καθορίζει τις τιμές στην Ευρώπη, εκτινάχθηκε πάνω από τα 127 δολάρια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποκάλυψε το μεγάλο της σχέδιο για την καταπολέμηση της έκρηξης του κόστους για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Τονίζοντας ότι υπάρχει «έκτακτη κατάσταση κρίσης», η Κομισιόν ανέφερε ότι δικαιολογούνται έκτακτα μέτρα και συνέστησε στα κράτη – μέλη της ευρωζώνης να επιβάλλουν έναν εφάπαξ φόρο στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα έσοδα που θα συγκεντρωθούν θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή προγραμμάτων στήριξης ώστε τα νοικοκυριά να μπορούν να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος των λογαριασμών ενέργειας.
Την ίδια ημέρα η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη, έγραψε στο Twitter ότι αυτή και άλλοι νομοθέτες εργάζονταν για έναν φόρο για τα «κέρδη που τροφοδοτούνται από τον πόλεμο» και τα οποία συγκεντρώνουν οι αμερικανικές μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, με την πρόταση να βρίσκεται προς ψήφιση στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η κίνηση αυτή δεν αποτελεί μία νέα τακτική, καθώς έχει εφαρμοστεί σε αρκετές περιπτώσεις και στο παρελθόν. Η Βουλγαρία, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Ισπανία τα έχουν επιβάλει έκτακτους φόρους σε ηλεκτροπαραγωγούς τους τελευταίους μήνες, καθώς οι τιμές αναφοράς της ενέργειας έχουν αυξηθεί. Η Αμερική άρχισε να φορολογεί τους παραγωγούς πετρελαίου το 1980, ελπίζοντας να εξαργυρώσει τα κέρδη που αναμενόταν να συγκεντρωθούν μετά την απελευθέρωση των τιμών. Η κυβέρνηση των Εργατικών της Βρετανίας φορολόγησε τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας το 1997, μετά την ιδιωτικοποίησή τους, με χαμηλές απολαβές για το βρετανικό Δημόσιο, από την προηγούμενη κυβέρνηση των Συντηρητικών.
Πρόκειται για φόρους που θεωρείται ότι θα είναι επιτυχημένοι από πλευράς εισπράξεων, καθώς τα μεγάλα κέρδη των εταιρειών το διασφαλίζουν. Όμως ταυτόχρονα υπάρχει η ανησυχία ότι οι εταιρείες θα αλλάξουν συμπεριφορά, με πρώτη κίνηση να περιορίσουν τις επενδύσεις τους ώστε να έχουν και λιγότερα φορολογικά βάρη στο μέλλον. Είναι «εξαιρετικά αποτελεσματικοί τρόποι για την αύξηση των εσόδων», εκτιμά η Έλεν Μίλερ, στέλεχος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών, μιας δεξαμενής σκέψης στο Λονδίνο. Τουλάχιστον, θεωρητικά.
Ο φόρος που επιβλήθηκε στη Βρετανία το 1997 ήταν περισσότερο «λογικός» από τους υπόλοιπους. Πίσω από την απόφαση υπήρχε ένα ξεκάθαρο σκεπτικό: Τα κέρδη μετά την ιδιωτικοποίηση πολλαπλασιάστηκαν και έτσι επιβλήθηκε φόρος 23% σε ό,τι είχε απομείνει όταν αφαιρέθηκαν τα δημόσια έσοδα από την ιδιωτικοποίηση. Ακόμη και τότε, ωστόσο, ο φόρος απέτυχε να «βρει» τον πραγματικό του στόχο. Η British Telecom, η πρώτη εταιρεία κοινής ωφελείας που ιδιωτικοποιήθηκε, είχε εισαχθεί στο χρηματιστήριο το 1984 αλλά ενώ αρχικά είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον επενδύσεων, τελικά οι βασικοί της μέτοχοι ήταν αυτοί που κλήθηκαν να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος.
Έχουν, επίσης, καταγραφεί ορισμένα ακόμη εμπόδια. Το 2006 η Μογγολία εισήγαγε μια επιβάρυνση 68% στα κέρδη από τις πωλήσεις χαλκού και χρυσού, ελπίζοντας ότι η ανάπτυξη ενός νέου ορυχείου θα της απέφερε μεγάλα κέρδη, με δεδομένη και την τότε ισχυρή άνοδο στις τιμές εμπορευμάτων. Τελικά έκανε λάθος, καθώς οι επενδυτές προτίμησαν να παγώσουν την ανάπτυξη και να κρατήσουν τα κεφάλαιά τους, έως ότου η κυβέρνηση της χώρας δεχθεί να αποσύρει αυτήν την έκτακτη φορολόγηση.
Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι η επιβολή φόρου στις πετρελαϊκές εταιρείες τελικά οδήγησε σε μείωση της παραγωγής κατά 4,8% στο διάστημα μεταξύ 1980 και 1986.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει, επίσης, κάποια κενά και πιθανώς ελαττώματα. Δεν εξηγεί γιατί η τρέχουσα κατάσταση δικαιολογεί έναν εφάπαξ φόρο, ενώ υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το ενδεχόμενο και στο μέλλον να υπάρξει χρήση ανάλογων μέτρων. Επιπλέον, η βιομηχανία ενέργειας αγοράζει και πωλεί ενέργεια χρησιμοποιώντας μακροπρόθεσμα συμβόλαια, καθιστώντας ασαφή τη σύνδεση μεταξύ των σημερινών τιμών και των αυριανών κερδών. Και οι τιμές μπορεί να υποχωρήσουν όσο γρήγορα εκτινάχθηκαν. Μέχρι τις 16 Μαρτίου, για παράδειγμα, η τιμή του πετρελαίου επέστρεψε στα 100 δολάρια το βαρέλι.
Τα αποτελέσματα ανάλογων κινήσεων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αισιοδοξία, τονίζει ο Economist. Η Ρουμανία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν θέσει στο στόχαστρό τους και παραγωγούς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Χάουαρντ, στέλεχος της εταιρείας συμβούλων Aurora Energy, υπάρχει αύξηση στο λεγόμενο «ασφάλιστρο κινδύνου» των επενδύσεων σε ΑΠΕ, καθώς οι εταιρείες θέλουν να απορροφήσουν μέρος των έκτακτων φόρων.
Από την πλευρά του ο Πήτερ Στάιλς, στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εμπόρων Ενέργειας, ενός επιχειρηματικού φορέα, σημειώνει ότι το ισπανικό πρόγραμμα, ουσιαστικά, έχει παγώσει την παραγωγή πράσινης ενέργειας και αυτό θα προκαλέσει, τελικά, στρέβλωση στον τρόπο καθορισμού των τιμών στις αγορές.
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή έχει συστήσει στα κράτη – μέλη η έκτακτη φορολόγηση να τερματιστεί τον Ιούνιο, όμως, αυτό δεν είναι κάτι υποχρεωτικό, καθώς η Ισπανία έχει, ήδη, επεκτείνει το πρόγραμμά της, ενώ βάσει του αρχικού σχεδιασμού το αντίστοιχο ιταλικό θα ολοκληρωθεί στα τέλη Δεκεμβρίου.