Η αναθεώρηση της προοπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας σε θετική αντανακλά την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τη συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος που υποστηρίζει μια ταχύτερη από την αναμενόμενη πτώση του δημόσιου χρέους, εν μέσω αυξανόμενου αλλά ιστορικά χαμηλού κόστους δανεισμού (η απόδοση του 10ετούς ομολόγου μεταξύ 2015 και 2019 ήταν περίπου 6,25% κατά μέσο όρο), επισημαίνει η Fitch Ratings σε σημερινή ανάλυσή της.
Στην ανάλυσή του, ο οίκος σημειώνει ότι έχει τονίσει πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFNs) για το ελληνικό δημόσιο θα κορυφωθούν το 2023 και θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Οι αναθεωρημένες προβλέψεις υποδεικνύουν τώρα χαμηλότερα GFN τα επόμενα τέσσερα χρόνια (σωρευτικά 4,5% του ΑΕΠ).
Η αναθεώρηση αυτή αντανακλά, επίσης, τις αποπληρωμές των εκκρεμών δανείων του ΔΝΤ και τις προκαταβολές των δόσεων 2022 και 2023 του Greek Loan Facility, ύψους 3,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ.
Η Fitch αναφέρει ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε απότομα λόγω της πανδημίας και ο δείκτης χρέους είναι ο τρίτος υψηλότερος μεταξύ των κρατών που αξιολογεί και περίπου 3,5 φορές το μέσο «BB».
Ωστόσο, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Το μαξιλάρι ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό, τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της πλειονότητας του ελληνικού κρατικού δημόσιου χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης είναι χαμηλό και τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα, ενώ η μέση ωρίμανση των ελληνικών ομολόγων είναι από τις μεγαλύτερες από κάθε κράτος, στα 20,5 χρόνια.
Αυτή η εικόνα θα περιορίσει τον αντίκτυπο της αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων, υπογραμμίζει ο οίκος. Ο λόγος τόκων προς έσοδα είναι πολύ χαμηλότερος από το μέσο «BB» και ελαφρώς χαμηλότερος από το μέσο «BBB». Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα έκτακτης αγοράς της ΕΚΤ για την πανδημία υπήρξε σημαντική πηγή ευέλικτης χρηματοδότησης, όπως σημειώνει.