Σε δημόσια διαβούλευση καλεί τους εμπλεκόμενους η Επιτροπή Ανταγωνισμού σχετικά με την κλαδική έρευνα για τις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες.
Σε συνέχεια της δημοσίευσης της ενδιάμεσης έκθεσης επί της κλαδικής έρευνας στις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προσκαλεί κάθε ενδιαφερόμενο, έως την 1 Μαρτίου 2022, να διατυπώσει τις απόψεις και τα σχόλιά του επ' αυτής, υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις του με τη μορφή υπομνήματος στην ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected] ή/και να δηλώσει συμμετοχή στη σχετική ημερίδα-τηλεδιάσκεψη που θα διοργανωθεί προσεχώς.
Μετά την επεξεργασία των απόψεων που θα προκύψουν από τη δημόσια διαβούλευση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα δημοσιεύσει την τελική έκθεση κατά τα τέλη του 2022.
Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δημοσίευσε στις 22 Δεκεμβρίου, την ενδιάμεση έκθεση επί της έρευνας που διεξάγει στις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες. Στη συνοπτική παρουσίαση της ενδιάμεσης έκθεσης, αναφέρονται τα εξής:
Από την έρευνα της Υπηρεσίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής και τις εγγενείς της αδυναμίες συνάγεται ότι η τρέχουσα κατάσταση των αγορών εξακολουθεί να είναι ρευστή και υπό διαμόρφωση. Για το λόγο αυτό, είναι ενδεχομένως πρώιμο να διατυπωθούν με ασφάλεια οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη περιορισμών ή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού πέραν των όσων ζητημάτων καταγράφονται ανωτέρω σε αυτό το στάδιο της κλαδικής έρευνας. Συναφώς, παρά τη διαπιστωμένη εκτεταμένη ρύθμιση των σχετικών αγορών, η οποία κατά περίπτωση δεν αποκλείεται να δημιουργεί εμπόδια στην είσοδο, τυχόν προτάσεις τροποποίησης ή περιορισμού της γίνονται με την επιφύλαξη του ιδιαίτερου ρόλου που η ρύθμιση διαδραματίζει στις αγορές αυτές, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και της προεξάρχουσας σημασίας της ασφάλειας δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συνεκτιμάται η εμπειρία και τεχνογνωσία του τομεακού ρυθμιστή αλλά και των αρμόδιων υπερεθνικών οργανισμών.
Ένα ευρύτερο ζήτημα σχετιζόμενο με όλες τις διερευνώμενες αγορές και το οποίο βρίσκεται στο σημείο τομής της εφαρμογής του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και της τομεακής ρυθμιστικής πολιτικής, σχετίζεται με τη δυνατότητα επέκτασης της ισχύος στην αγορά κατεστημένων παρόχων τόσο στον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό κλάδο όσο και εταιρειών BigTechs μέσω της χρήσης της ογκώδους και πολυεπίπεδης βάσης δεδομένων την οποία διαθέτουν από μια αγορά σε μια άλλη, ενδεχομένως και μέσω πρακτικών self-preferencing ή envelopping. Εκτός αυτού, το εν λόγω φαινόμενο δεν αποκλείεται να δημιουργεί, έναντι όσων δεν μπορούν -τουλάχιστον με ίδιο κόστος- να συλλέξουν ή/και να επεξεργαστούν του ίδιου επιπέδου αξιόλογες πληροφορίες, ενδεχόμενες συνθήκες αποκλεισμού.
Το ενδεχόμενο για τον εκτοπισμό των μικρών ή/και νεοφυών επιχειρήσεων (πχ μέσω άρνησης πρόσβασης σε δεδομένα) ή ακόμα και η εκμετάλλευση τους (πχ πρακτικές υπερβολικής χρέωσης πρόσβασης σε δεδομένα) για την πρόσβαση σε δεδομένα χρηστών. Τα εν λόγω φαινόμενα ενδέχεται κατά περίπτωση να καλύπτονται εν μέρει από την τομεακή νομοθεσία (βλ. χαρακτηριστικά τις ρυθμίσεις πρόσβασης που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της Οδηγίας για τις Πληρωμές γνωστή και ως «PSD 2» ), ωστόσο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού πρέπει να είναι σε εγρήγορση για τη λήψη δράσης κατά συμπεριφορών οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται σε όλη τους την έκταση, ιδιαίτερα εφόσον αυτές λαμβάνουν χώρα στο επίπεδο ενός οικοσυστήματος και όχι μόνο μίας σχετικής αγοράς.
Συναφώς, η απουσία αντίστοιχων ρυθμίσεων σε άλλες αγορές (πχ insurtech), όπως και το φαινόμενο της «πλατφορμοποίησης» και της ανάπτυξης οικοσυστημάτων το οποίο αναφέρεται σε απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα της Υπηρεσίας, θέτει εκ νέου το ζήτημα της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού ώστε να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα που εγείρονται σε όλη τους την έκταση. Ενδεχομένως θα πρέπει να διευρευνηθεί η ανάγκη σύστασης ενός φορέα υλοποίησης της ανοικτής τραπεζικής, σε συνεργασία με την ΤτΕ, σε περίπτωση που διαπιστωθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού παρά το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο.
Ειδικώς σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών, πρέπει να τονιστεί, πως η εθνική νομοθεσία δεν έχει αξιοποιήσει πλήρως τη διακριτική ευχέρεια που παρέχεται από την Οδηγία PSD2, για την υιοθέτηση μέτρων ευθυγραμμισμένων προς την αρχή της αναλογικότητας κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται μια περισσότερο περιπτωσιολογική προσέγγιση των απαιτήσεων αδειοδότησης. Αυτό ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα τους αυξημένους φραγμούς εισόδου για FinTech startups, των οποίων η αδειοδότηση θα συνεπάγεται αυξημένα κόστη, καθώς δεν υπάρχει η απαιτούμενη ευελιξία για εξαίρεσή τους από υποχρεώσεις οριζοντίου χαρακτήρα, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστάσεις ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των κατεστημένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και αυτών που βασίζονται στις νέες τεχνολογίες.
Το ίδιο ισχύει και για την εθνική νομοθεσία για το ηλεκτρονικό χρήμα. Δεν παρέχεται γόνιμο έδαφος για μία περιπτωσιολογική προσέγγιση (ενδεχομένως μέσω και του εργαλείου του Sandbox), η οποία θα διευκολύνει την είσοδο νέων παικτών στην αγορά, μέσω μειωμένων υποχρεώσεων, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Αυτές οι ατέλειες θα μπορούσαν να θεραπευτούν σε μια τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου ώστε οι τιθέμενοι περιορισμοί να είναι οι αναγκαίοι και άμεσα συναρτώμενοι με τους λειτουργικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι FinTech.
Σκόπιμη επίσης κρίνεται η υποστήριξη, ενίσχυση και επιτάχυνση των πρωτοβουλιών που έχουν ανακοινωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με μια στρατηγική πληρωμών λιανικής για την ΕΕ. Σε περίπτωση διαπίστωσης ολιγωριών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σκόπιμη θα ήταν η αναζήτηση δυνατοτήτων προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, πρέπει να υποστηριχθεί η υιοθέτηση πρωτοβουλιών και ενδεχομένως νομοθεσίας προς την κατεύθυνση της:
- αντιμετώπισης των ζητημάτων τα οποία προκαλούνται από την ύπαρξη πολλών διαφορετικών προτύπων διεπαφής προγραμματισμού εφαρμογών (API) και διαφορετικών επιπέδων λειτουργικών δυνατοτήτων των API, τα οποία δύνανται να παρεμποδίζουν την παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών και πληροφοριών λογαριασμού, προς το σκοπό της διασφάλισης προσήκουσας, αποτελεσματικής, ασφαλούς και επί ίσοις όροις πρόσβασης σε δεδομένα λογαριασμών πληρωμών. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι σε θέση να συνεισφέρει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της εφαρμογής των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού στις προσπάθειες του τομεακού ρυθμιστή, της ΤτΕ, για άρση των σχετικών εμποδίων. Στο πλαίσιο αυτό, αξιολογείται ιδιαίτερα σημαντική η ταχεία και προσήκουσα υιοθέτηση αλλά και παρακολούθηση εφαρμογής των σχετικών Οδηγιών της EBA επί των τεχνικών προτύπων αλλά και τη διαμόρφωση τιμολογιακών πολιτικών εκ μέρος των Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών Εξυπηρέτησης Λογαριασμού επί τη βάσει εύλογων, διαφανών και ομοιόμορφων κριτηρίων προς αποφυγή περιπτώσεων διακριτικής μεταχείρισης και εκμεταλλευτικών τιμολογιακών πρακτικών.
- επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού (ΟΑΔ) ώστε να συμπεριλαμβάνονται τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και τα ιδρύματα πληρωμών, με την προϋπόθεση κατάλληλης εποπτείας και μετριασμού των κινδύνων.
- κατάρτισης ενιαίου προτύπου για τους κωδικούς QR που παρουσιάζουν τόσο οι έμποροι όσο και οι καταναλωτές
- διασφάλισης δικαιώματος πρόσβασης, υπό δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους, στις τεχνικές υποδομές που κρίνονται απαραίτητες για την υποστήριξη της παροχής υπηρεσιών πληρωμών.
Επιπλέον, είναι σημαντική η ενθάρρυνση των καταναλωτών να προβαίνουν στη χρήση τεχνολογικών μέσων για την πραγματοποίηση των πληρωμών τους. Αυτό μπορεί να ενισχυθεί τόσο μέσω της υιοθέτησης μίας ξεκάθαρης και λιγότερο κατακερματισμένης νομοθεσίας προστασίας του καταναλωτή και μίας αποτελεσματικής θεσμικής προστασίας του καταναλωτή.
Από τη γενική θεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και το Know Your Customer προκύπτει ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου δεν παύει να είναι ένα κοστοβόρο και απαιτητικό έργο το οποίο προκαλεί ρυθμιστικό κόστος και κόστος συμμόρφωσης για τους παρόχους, ιδίως σε σχέση με τους κατεστημένους παρόχους τραπεζικών υπηρεσιών μέσω παραδοσιακών καναλιών.
Ενόψει αυτού, σε μελλοντική νομοθετική επεξεργασία, σκόπιμη θα ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας εισαγωγής ειδικότερων ρυθμίσεων προσαρμοσμένων στο νέο ψηφιακό περιβάλλον δυνάμενων να μετριάσουν αναλογικά το κόστος συμμόρφωσης των FinTech και πάντως να προσφέρουν μεγαλύτερη σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου με σαφέστερες απαιτήσεις ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου του πελάτη. Συναφώς, στις περιπτώσεις που το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο καταλείπεται περιθώριο μερικώς προσαρμοσμένης αντιμετώπισης βάσει της αρχής της αναλογικότητας, αυτή θα πρέπει να προκρίνεται από τις εποπτικές αρχές. Είναι αυτονόητο ότι η εμπειρία από το Regulatory Sandbox της ΤτΕ ως προς αυτό θα είναι πολύτιμη.