Με λίγες εβδομάδες να απομένουν έως τις 16 Δεκεμβρίου, όπου πραγματοποιεί την τελευταία και πιθανώς πιο κρίσιμη συνεδρίασή της για το 2021, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εμφανίζεται έτοιμη να προχωρήσει στην ολοκλήρωση του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (ΡΕΡΡ), αν και οι τελευταίες εξελίξεις από την πλευρά της πανδημίας δημιουργούν αρκετά προβλήματα.
Το ΡΕΡΡ ολοκληρώνεται, τυπικά, στα τέλη Μαρτίου 2022, με κορυφαία στελέχη της ΕΚΤ να σπεύδουν να τονίσουν ότι η τράπεζα θα είναι σε απόλυτη επαγρύπνηση προκειμένου να αλλάξει την τακτική της και να στηρίξει την οικονομία της ευρωζώνης όποτε και όπως χρειαστεί.
Για την ελληνική οικονομία έχει ιδιαίτερη σημασία να βρεθεί τρόπος ώστε να συνεχίσει η EKT να αγοράζει ελληνικά ομόλογα και μετά τη λήξη του προσωρινού προγράμματος για την πανδημία, καθώς η συμμετοχή της χώρας για πρώτη φορά σε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποδείχθηκε καθοριστική για να διατηρηθούν χαμηλά τα κόστη δανεισμού.
Θεωρείται βέβαιο ότι η επέλαση της πανδημίας και η εμφάνιση της αφρικανικής μετάλλαξης μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για την κεντρική τράπεζα που ίσως κληθεί να συνεχίσει τη στήριξη προς την ευρωζώνη, χωρίς όμως αυτό να αποτελέσει έναν ακόμη παράγοντα που θα εντείνει περισσότερο τις, ήδη, ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις.
Τα στελέχη της ΕΚΤ έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων εντός του 2022 επιμένοντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ένα παροδικό φαινόμενο που θα αρχίσει να υποχωρεί στο α’ τρίμηνο του επόμενου έτους, ενώ θέλουν να εφαρμόσουν μία τέτοια πολιτική που θα τους προσφέρει αρκετά «όπλα» για να ανταποκριθούν σε ενδεχόμενα μελλοντικά σοκ.
Αγορές ομολόγων
Όπως προαναφέρθηκε το πρόγραμμα ΡΕΡΡ ολοκληρώνεται τον Μάρτιο του 2022, ενώ άρχισε το α’ τρίμηνο του 2020 ως «απάντηση» στην επιθετική ύφεση που προκάλεσε το πρώτο κύμα της πανδημίας.
Όπως υπογραμμίζουν τα στελέχη της ΕΚΤ αυτό που θα αποφασιστεί στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου είναι εάν θα υπάρξει αύξηση των τακτικών αγορών ομολόγων, μέσω του προγράμματος ΑΡΡ και κατά πόσο θα πρέπει να διατηρηθούν ορισμένα περιθώρια ελιγμών και για το ΡΕΡΡ.
Ακόμη και οι πιο «επιθετικοί» στο διοικητικό συμβούλιο –μεταξύ των οποίων η Γερμανίδα Ιζαμπέλ Σνάμπελ, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλερουά, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτσμαν και ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας, Κλάους Νοτ- τάσσονται υπέρ της διατήρησης μίας ευελιξίας στο ΡΕΡΡ. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μια δέσμευση είτε για επανεκκίνηση των αγορών εάν είναι απαραίτητο, είτε μια πιο ευέλικτη επανεπένδυση των κεφαλαίων.
Η ευελιξία στο PEPP «μας έχει εξυπηρετήσει αρκετά καλά», εκτίμησε ο κ. Νοτ και προσέθεσε ότι «θα πρέπει να μεταφέρουμε αυτή την ευελιξία και στη φάση της επανεπένδυσης, προκειμένου να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος κατακερματισμός».
Πληθωριστικές πιέσεις
Αν και η γερμανική Bundesbank προειδοποίησε ότι ο πληθωρισμός στην ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης μπορεί να φθάσει στο 6% τον Νοέμβριο, τα περισσότερα στελέχη της ΕΚΤ θεωρούν ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου θα δοθούν στη δημοσιότητα οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων της τράπεζας για την πορεία ανάπτυξης, πληθωρισμού και ανεργίας, που θα καλύπτουν τα έτη έως το 2024.
Το κατά πόσο η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν ή όχι θα αποτυπωθεί και σε αυτές τις εκτιμήσεις και θα καθορίσουν σε σημαντικό ποσοστό τη μελλοντική νομισματική πολιτική. Στο εσωτερικό της τράπεζας υπάρχουν διαφορετικές φωνές, με τον Γκάμπριελ Μακλάουφ, της Κεντρικής Τράπεζας της Ιρλανδίας, να υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει μία ευέλικτη προσέγγιση προκειμένου να μη βρεθεί εγκλωβισμένη και να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αντιδράσει στο ενδεχόμενο μίας μεγαλύτερης εκτόξευσης των τιμών. Αντίθετα ο Φάμπιο Πανέτα, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, υποστήριξε ότι η πρόσκαιρη αύξηση των τιμών μπορεί να λειτουργήσει ως «φόρος» στην κατανάλωση και να περιορίσει τη δυνατότητα της οικονομίας ώστε να «απορροφήσει» άλλα σοκ.
Επιτοκιακή πολιτική
Οι επενδυτές θεωρούν πλέον ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ πριν από τον Φεβρουάριο του 2023. Ένα θέμα προς συζήτηση μπορεί να είναι το χρονικό διάστημα που πρέπει να διατηρηθεί μεταξύ του ενδεχόμενου τερματισμού της αγοράς ομολόγων και της πρώτης αύξησης, αν και η κα Σνάμπελ σε δηλώσεις της στο Bloomberg υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν είναι ανάγκη να συζητηθεί τον Δεκέμβριο.
Η κα Σνάμπελ, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που μπορεί να αναλάβουν τα ηνία της Bundesbank μετά την αποχώρηση του Γενς Βάιντμαν, εκτίμησε ότι άλλα εργαλεία και ο τρόπος με τον οποίο η ΕΚΤ «επικοινωνεί» τις αποφάσεις στις αγορές μπορούν να αποκτήσουν πιο σημαντικό ρόλο στις αγορές ομολόγων.