Το έδαφος για μια στροφή της οικονομικής πολιτικής, μακριά από «εύκολες» παροχές, ελαφρύνσεις και έκτακτα μέτρα στήριξης αρχίζει να προλειαίνει ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, καθώς στον ορίζοντα της οικονομίας σωρεύονται τέσσερα βαριά σύννεφα: ενεργειακή κρίση και εκτίναξη του πληθωρισμού, απρόβλεπτη πορεία της πανδημίας, αύξηση του κόστους δανεισμού σε μεγαλύτερο βαθμό από το αναμενόμενο και αυστηρότερο καθεστώς εποπτείας από τις Βρυξέλλες.
Ο κ. Σταϊκούρας ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες αυστηρού και δυσάρεστου υπουργού Οικονομικών. Χθες, όμως, στην πρώτη συνέντευξη (στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ) που παραχώρησε μετά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες, όπου συμμετείχε στη διήμερη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών ευρωζώνης και ΕΕ των 2027 (Eurogroup - Ecofin), εμφανίσθηκε ασυνήθιστα φειδωλός έναντι των κοινωνικών πιέσεων για ακόμη μεγαλύτερη δημοσιονομική χαλάρωση, αμέσως μετά την επιβάρυνση του προϋπολογισμού με 42 δισ. ευρώ για την ανάσχεση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και τα όχι λίγα μέτρα ελάφρυνσης της φορολογίας που έχει ήδη λάβει η κυβέρνηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπουργός Οικονομικών έκοψε με κατηγορηματικό τρόπο τη συζήτηση που είχε αρχίσει, με αφορμή σχετικά αιτήματα του επιχειρηματικού κόσμου, για μια παράταση στην έναρξη της εξόφλησης της επιστρεπτέας προκαταβολής από τις επιχειρήσεις, για να αρχίσει τον Μάρτιο ή τον Ιούνιο και να κρατήσουν για μερικούς μήνες επιπλέον ρευστότητα οι ελληνικές επιχειρήσεις και επαγγελματίες. Όταν ρωτήθηκε αν το υπουργείο Οικονομικών συζητά τέτοιο μέτρο, ο κ. Σταϊκούρας έδωσε κατηγορηματικά αρνητική απάντηση.
Ένα ακόμη δυσάρεστο μήνυμα επιστροφής σε πιο «σφικτή» δημοσιονομική πολιτική, ενόψει της κατάθεσης στη Βουλή του τελικού σχεδίου για τον προϋπολογισμό την επόμενη Παρασκευή, έστειλε ο κ. Σταϊκούρας όταν ερωτήθηκε αν οι προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης το 2021 αρκετά υψηλότερο από το 6,1%, που αναφέρεται στο προσχέδιο, θα επιτρέψουν να δοθεί ένα «αναπτυξιακό μέρισμα» στους οικονομικά ασθενέστερους.
Η απάντηση του υπουργού Οικονομικών θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: «Δώσαμε ήδη αρκετά, μην περιμένετε πολλά περισσότερα». Αφού αναφέρθηκε στις θετικές εξελίξεις στην οικονομία, (αύξηση διαθέσιμου εισοδήματος, μείωση της φτώχειας, αύξηση των καταθέσεων, μείωση της ανεργίας) και στις μειώσεις των φόρων και στα μέτρα στήριξης που ήδη έχουν δοθεί, κατέληξε λέγοντας: «Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να καλλιεργήσω κάποια πρόσθετη προσδοκία, διότι δεν γνωρίζουμε την ένταση της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης». Όπως τόνισε, η υγειονομική και η ενεργειακή κρίση περιορίζουν τις δυνατότητες για πρόσθετες παροχές πέραν αυτών που εξαγγέλθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ και θα υλοποιηθούν.
Τα σύννεφα στον ορίζοντα της οικονομίας
Η προσπάθεια του υπουργού Οικονομικών να «γειώσει» τις προσδοκίες για ακόμη πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική δεν είναι άσχετη με το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται στην οικονομία σε σχέση με αυτό που επικρατούσε μόλις πριν από δύο μήνες, όταν υπήρχε διάχυτη αισιοδοξία για τερματισμό των συνεπειών της πανδημίας και για αναπτυξιακούς ρυθμούς πολύ ταχύτερους από το αναμενόμενο, κυρίως χάρη στην ευχάριστη έκπληξη από τον τουρισμό.
Πλέον το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται αντιμέτωπο με τέσσερα βαριά «σύννεφα», που επιβάλλουν πιο φειδωλή οικονομική πολιτική, για να αποφευχθεί ένας εκτροχιασμός που δεν παύουν να φοβούνται για την Ελλάδα οι Βρυξέλλες:
1. Η εξέλιξη του νέου κύματος της πανδημίας αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή κινδύνων για την οικονομία, καθώς αρχίζει ένας δύσκολος χειμώνας. Η κυβέρνηση μπορεί να έχει αποκλείσει ένα γενικό lockdown, που αναμφίβολα θα ήταν καταστροφικό για την οικονομία και τον προϋπολογισμό, όμως η πίεση που ασκείται στο σύστημα υγείας από τη συνεχή αύξηση νοσηλειών σε απλές κλίνες και σε ΜΕΘ την υποχρεώνει να εφαρμόζει ή να εξετάζει ολοένα και αυστηρότερα μέτρα περιορισμού της κινητικότητας των ανεμβολίαστων, τα οποία έχουν ήδη δυσμενή αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα (πτώση τζίρου σε εστίαση και εμπόριο κ.ο.κ.). Μάλιστα, από πλευράς των επιστημόνων προτείνονται ακόμη δραστικότερα μέτρα, όπως ο πλήρης αποκλεισμός ανεμβολίαστων (ακόμη και με rapid test) από εστίαση, εμπόριο και ψυχαγωγία, με εξαίρεση τα σούπερ μάρκετ και τα φαρμακεία. Τα περιοριστικά μέτρα αρχίζουν ήδη να πιέζουν τους τζίρους πολλών επιχειρήσεων και να επαναφέρουν στο προσκήνιο αιτήματα του επιχειρηματικού κόσμου για νέα μέτρα στήριξης από τον κρατικό προϋπολογισμό, ακριβώς στη χρονική στιγμή όπου έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια για διεύρυνση του ελλείμματος, το οποίο κινείται εκτός των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος φέτος, αλλά και το 2022.
2. Η ενεργειακή κρίση και τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, που οδηγούν σε έναν απρόβλεπτο, μέχρι πρόσφατα, κύκλο ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων (ο πληθωρισμός του Οκτωβρίου έφθασε πάλι σε ρεκόρ 10ετίας, στο 3,4%) καταλήγουν και πάλι σε αιτήματα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τον προϋπολογισμό με αρκετά υψηλό κόστος. Ήδη, μέσα σε λίγους μήνες, το κόστος αυτών των μέτρων έφθασε τα 500 εκατ. ευρώ για το 2021, ενώ παραμένει άγνωστο το ύψος της αντίστοιχης επιβάρυνσης για το 2022, καθώς οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ μεταφέρουν στο δεύτερο εξάμηνο του 2022 την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, χωρίς αυτό να είναι απολύτως βέβαιο. Το χειρότερο, ίσως, είναι ότι η συμπίεση των εισοδημάτων από αυτή την έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων θα αρχίσει να επηρεάζει δυσμενώς την κατανάλωση, με κίνδυνο να μην επιβεβαιωθεί η αισιόδοξη πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 4,5% το 2022. Με τη σειρά της, η ενδεχόμενη κάμψη της ανάπτυξης θα μεταφέρει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό.
3. Το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού του 2021 και η εύκολη πρόσβαση της κυβέρνησης στην αγορά ομολόγων πιθανότατα θα αποτελέσουν παρελθόν το 2022, καθώς από το τέλος Μαρτίου ολοκληρώνεται το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ για αγορές ομολόγων στη διάρκεια της πανδημίας και είναι σίγουρο ότι στην επόμενη φάση, ενώ η Ελλάδα δεν αναμένεται να αποβληθεί από την ποσοτική χαλάρωση λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι αγορές ελληνικών τίτλων από την κεντρική τράπεζα θα μειωθούν δραστικά, καθώς θα μειωθούν συνολικά τα «πυρομαχικά» του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Επιπλέον, η έξαρση του πληθωρισμού δημιουργεί ισχυρή πίεση για αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ μέσα στο 2022, όσο και αν η Κριστίν Λαγκάρντ το διαψεύδει. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ελλάδας έχει ήδη σχεδόν διπλασιασθεί από τα ιστορικά χαμηλά του Αυγούστου και ξεπερνά τώρα το 1,1%, κάτι που προοιωνίζεται δυσκολότερο και ακριβότερο δανεισμό για το ελληνικό Δημόσιο το 2022, ιδίως από το δεύτερο τρίμηνο και μετά. Έτσι, τα στελέχη του υπ. Οικονομικών βλέπουν ότι δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα εύκολης προσφυγής στην αγορά για να αναπληρώνεται το ταμειακό απόθεμα του Δημοσίου και να αντιμετωπίζονται εύκολα οι έκτακτες ανάγκες.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου
4. Το χειρότερο, ίσως, για την κυβέρνηση είναι ότι στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο επικρατεί έντονη ανησυχία, παρότι δεν εκφράζεται ανοικτά, για την πορεία της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, καθώς οι τεχνοκράτες της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας φοβούνται ότι η χαλάρωση λόγω πανδημίας οδήγησε την Αθήνα σε υπερβολικά επεκτατική πολιτική, που θα δημιουργήσει κινδύνους στην πορεία. Στις Βρυξέλλες βλέπουν με δέος ότι η Ελλάδα, παρότι είναι η πλέον υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης είχε στη διάρκεια της πανδημίας τη μεγαλύτερη αύξηση χρέους στην Ευρώπη, όπως έδειξαν τα τελευταία στοιχεία της Eurostat. Δεν είναι τυχαίο, ίσως, ότι ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ έχει δηλώσει πως το δυσκολότερο σημείο της 12ης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας θα είναι η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Η αύξηση χρέους στην Ευρώπη μεταξύ α' εξαμήνου 2020 και α' εξαμήνου 2021 (Eurostat)
Στο χθεσινό Ecofin επισημοποιήθηκε ότι από το 2022 «σφίγγουν τα λουριά» στη δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης, καθώς, παρότι δεν θα ενεργοποιηθούν ακόμη οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας (θα αλλάξουν και θα τεθούν σε ισχύ το 2023), από τον επόμενο χρόνο επιστρέφει η επιτήρηση από την Κομισιόν μέσα από το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Αυτό δεν θα είχε ιδιαίτερη πρακτική σημασία, αφού δεν θα είναι ενεργοί οι κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος, αλλά η εποπτεία με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο συνδέεται με τον έλεγχο που θα γίνεται στα κράτη για την υλοποίηση των προαπαιτούμενων, για τα οποία έχουν δεσμευθεί, προκειμένου να εκταμιεύονται οι δόσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ο ευρωπαϊκός κλοιός, με αυτά τα δεδομένα, γίνεται πολύ πιο σφικτός από τον επόμενο χρόνο και δεν μένουν πλέον πολλά περιθώρια στην κυβέρνηση για αποκλίσεις από τους στόχους που έχει θέσει για τα δημοσιονομικά μεγέθη και τις μεταρρυθμίσεις.
Οι νέες δυναμικές που αναπτύσσονται στην οικονομία και στη σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους οδηγούν σε μια σταδιακή στροφή της οικονομικής πολιτικής μακριά από τις εποχές της έκτακτης -λόγω πανδημίας- δημοσιονομικής χαλαρότητας. Πόσο θα... στρίψει το καράβι της οικονομικής πολιτικής θα αρχίσει να φαίνεται από την επόμενη Παρασκευή, όταν θα κατατεθεί το τελικό κείμενο του νέου προϋπολογισμού, ενώ με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται το κείμενο των Θεσμών για τη 12η αξιολόγηση της οικονομίας.