Δια πυρός και σιδήρου θα πρέπει να περάσει η κυβέρνηση για να επιτύχει τη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της διετίας 2021 – 2022, καθώς οι Ευρωπαίοι δανειστές καθιστούν σαφές προς την Αθήνα ότι όποια συζήτηση για χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα πρέπει να βασισθεί στις προσπάθειες της Ελλάδας για ταχύτερη ανάπτυξη και μειωμένο κόστος δανεισμού και όχι σε νέα ελάφρυνση χρέους από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Το πλαίσιο του οποίου θα κινηθεί, στα τέλη του 2020, η συζήτηση για την αλλαγή του δημοσιονομικού στόχου έθεσε χθες, μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup στο Ελσίνκι, ο επικεφαλής του βασικού πιστωτή της Ελλάδας, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ.
Σε δηλώσεις του, ο κ. Ρέγκλινγκ έδωσε την απάντηση της Ευρώπης στο ελληνικό αίτημα, που δεν έχει διατυπωθεί επίσημα, για τη μείωση του στόχου, τονίζοντας ότι αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να ανοίξει αν η Ελλάδα πετύχει υψηλότερη ανάπτυξη και διασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια σε μακροπρόθεσμη βάση. Αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν μόνο από το 2021, αφού, όπως τόνισε ο Γερμανός αξιωματούχος, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα τηρήσει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020.
Αυτές οι σαφείς διευκρινίσεις από τον εκπρόσωπο του ESM θέτουν την ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε μια πολύ σημαντική πρόκληση, από την οποία τελικά θα κριθεί και η επιτυχία της οικονομικής της πολιτικής: στο όχι μεγάλο διάστημα που μεσολαβεί ως τα τέλη του 2020 θα πρέπει να έχει αποδείξει με νεότερα στοιχεία για το ρυθμό ανάπτυξης και το κόστος δανεισμού ότι με την πολιτική της πετυχαίνει πράγματι να αλλάξει βασικές παραμέτρους της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την αλλαγή του δημοσιονομικού στόχου, που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να υλοποιήσει με μεγαλύτερη άνεση την πολιτική της για μείωση των φορολογικών βαρών.
Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους έχει κεντρικό ρόλο σε αυτή τη συζήτηση για τους δημοσιονομικούς στόχους: αν δεν αποδείξει η Αθήνα ότι με την πολιτική της ανεβάζει με βιώσιμο τρόπο το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, αλλά και ότι η μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου μονιμοποιείται και μπορεί να ενσωματωθεί στους υπολογισμούς για το χρέος, τότε ο μόνος τρόπος για να μειωθεί ο δημοσιονομικός στόχος θα είναι να κάνουν παραχωρήσεις οι Ευρωπαίοι πιστωτές, προσφέροντας και πάλι στην Ελλάδα μια νέα ελάφρυνση χρέους, μέσα από νέες διευθετήσεις, πέραν αυτών που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup τον Ιούνιο του 2018.
Πίσω από τις δηλώσεις Ρέγκλινγκ, το σαφές μήνυμα προς την Αθήνα είναι ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να προχωρήσουν σε νέες ελαφρύνσεις για το ελληνικό χρέος και όλη η ευθύνη για την αλλαγή των παραμέτρων της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους (ανάπτυξη, κόστος δανεισμού) πέφτει στην Αθήνα. Άλλωστε, οποιαδήποτε επανάληψη διαβουλεύσεων για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα ήταν πολιτικά «τοξική» για τις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με πρώτο το Βερολίνο.
Το ΔΝΤ μπαίνει στη συζήτηση
Καθώς η συζήτηση για τους δημοσιονομικούς στόχους, πίσω από τους οποίους κρύβεται το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους, μεγάλη σημασία θα έχει η σχετική τοποθέτηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σε λίγες ημέρες, εκπρόσωποι του Ταμείου θα διαβουλευθούν με την κυβέρνηση για την έκθεση του άρθρου IV του καταστατικού του ΔΝΤ, η οποία θα δίνει πλήρη εικόνα των εκτιμήσεων του Ταμείου για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα περιλαμβάνει αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Το Ταμείο έχει από το 2015 υποστηρίξει ότι η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, κάτι που εγκλωβίζει την Ελλάδα σε χαμηλό μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης και επιβαρύνει την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Έχει ιδιαίτερη σημασία, από αυτή την άποψη, να αρχίσει να πείθει η κυβέρνηση το Ταμείο ότι με τα μέτρα που λαμβάνει θα ενισχυθεί σημαντικά η ανάπτυξη, ώστε το ΔΝΤ να βρεθεί στο πλευρό της Αθήνας στη συζήτηση για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, χωρίς να ζητήσει και πάλι από την Ευρώπη μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως έχει συμβεί κατ' επανάληψη στο παρελθόν, με τελικό αποτέλεσμα να πληρώνει η Ελλάδα τα «σπασμένα» από τον καυγά μεταξύ ευρωζώνης και ΔΝΤ για το χρέος.
Η ουσία από όλα αυτά είναι ότι το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι μέσα στο προσεχές 12μηνο να αποδειχθεί ότι ο ρυθμός ανάπτυξης «ξεκολλάει» από το χαμηλό επίπεδο του 2% και αρχίζει να κινείται προς το 3%, κυρίως χάρη σε αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι θα αποφύγει να εκπλήξει δυσάρεστα με οποιοδήποτε τρόπο την αγορά ομολόγων, ώστε να διατηρηθούν ή και να μειωθούν περαιτέρω τα ιστορικά χαμηλά κόστη δανεισμού του Δημοσίου. Αν προσέλθει στη συζήτηση με τους Ευρωπαίους, έχοντας τέτοια στοιχεία στη διάθεσή του, ο υπ. Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, μπορεί βάσιμα να προσδοκά μια μείωση των δημοσιονομικών στόχων από το 2021.
Τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών
Ακόμη και η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος, ώστε να μετράνε και οι επιστροφές κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα και να ανοίξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος 1,2% του ΑΕΠ ετησίως φαίνεται ότι δεν θα είναι όσο εύκολη υπόθεση φαινόταν αρχικά.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να βρεθεί ένας τρόπος να ξεπερασθεί η πρόνοια που ενσωματώθηκε στην απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2018, σύμφωνα με την οποία οι επιστροφές κερδών μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για μείωση του δημοσίου χρέους ή για χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία θα έχει εγκρίνει πρώτα το Eurogroup.
Πρόταση της ελληνικής πλευράς, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι να διευρυνθεί ο ορισμός που των επενδυτικών προγραμμάτων στην απόφαση του Eurogroup και να γίνει πλέον λόγος γενικότερα για αναπτυξιακά μέτρα, στα οποία θα μπορούσε να περιληφθεί ακόμη και κάποιο δημοσιονομικό μέτρο, όπως η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, όπως είχε τονίσει χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, μιλώντας στην Θεσσαλονίκη.
Όμως, από τη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup έγινε σαφές -και το δήλωσε ο πρόεδρος, Μάριο Σεντένο- ότι η ουσιαστική συζήτηση για τα θέματα της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και αυτό το θέμα της τροποποίησης της απόφασης του 2018, θα πρέπει να γίνει στο Eurogroup του Δεκεμβρίου και στη βάση του πορίσματος των Θεσμών για την τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Αυτό σημαίνει ότι, πριν φθάσει η κυβέρνηση στην πηγή για να πιει το νερό της έμμεσης μείωσης του δημοσιονομικού στόχου με χρήση των επιστροφών από τις κεντρικές τράπεζες, θα πρέπει να ολοκληρωθεί επιτυχώς η τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, στην οποία έχουν μείνει πολλές και σοβαρές εκκρεμότητες προς διευθέτηση. Έτσι, υπάρχει θεωρητικά ο κίνδυνος, εάν η διαπραγμάτευση για την τέταρτη αξιολόγηση καθυστερήσει, όπως συχνά συνέβαινε στο παρελθόν, να μετατεθεί για αργότερα και η συζήτηση για το ελληνικό αίτημα για τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών.