Τις ημέρες της παλιάς, καλής (;) τρόικας θύμισε σε πολλούς η πρώτη επίσκεψη των επικεφαλής των Θεσμών στην Αθήνα για διαβουλεύσεις με τη νέα κυβέρνηση, κύριο στοιχείο των οποίων ήταν, από την πλευρά των επιτηρητών, η γνωστή απαίτηση να «βγαίνουν τα νούμερα», αλλά και η πίεση για σοβαρά μέτρα και όχι για μέτρα... του Μίκι Μάους, όπως συνήθιζε να λέει ο Πόουλ Τόμσεν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η επίσκεψη των επικεφαλής των Θεσμών ολοκληρώνεται σήμερα, αλλά, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες ως τώρα πληροφορίες, ελάχιστη είναι η πρόοδος στην επίλυση του δύσκολου σταυρολέξου της δημοσιονομικών μεγεθών του 2020 και θα χρειασθεί, τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, να ακολουθηθεί η δύσβατη (όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν) οδός της εξ αποστάσεως διαπραγμάτευσης, όπου η ελληνική πλευρά θα πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια με την τεκμηρίωση των προτάσεών της για να κλείσει η διαπραγμάτευση.
Δύο είναι τα πιο δύσκολα θέματα σε αυτή τη συζήτηση:
- Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι, εφόσον ολοκληρωθεί ομαλά η τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, θα πάρει από το Eurogroup του Δεκεμβρίου μια πολύτιμη δημοσιονομική ανάσα, με τη μορφή της έγκρισης των επόμενων εκταμιεύσεων κερδών από το Ευρωσύστημα των κεντρικών τραπεζών, αλλά και της έγκρισης για την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του πλεονάσματος σύμφωνα με τους κανόνες της επιτήρησης, που θα επιτρέψει το ποσό των 1,2 δισ. ετησίως από αυτές τις επιστροφές κερδών να μετριέται στο πλεόνασμα, ανοίγοντας αντίστοιχο δημοσιονομικό χώρο. Όμως, οι Θεσμοί έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει η διαπραγμάτευση για την τέταρτη αξιολόγηση, εντός της οποίας περιλαμβάνεται και η συμφωνία για το νέο προϋπολογισμό, με βάση ένα πρωθύστερο σχήμα: δηλαδή, θα πρέπει πρώτα η κυβέρνηση να κλείσει τον προϋπολογισμό με μέτρα που θα εξασφαλίζουν πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, χωρίς να προεξοφλεί ότι θα έχει τον πρόσθετο χώρο των 1,2 δισ. ευρώ.
- Αυτή η παραδοχή φέρνει τη συζήτηση στο δεύτερο πρόβλημα: πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να πείσει ότι θα πιάσει το στόχο του 3,5%, ενσωματώνοντας στους προϋπολογισμούς τις φοροελαφρύνσεις που έχει υποσχεθεί και αφορούν, μεταξύ άλλων, μείωση φόρων σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις; Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση «ψαλίδισε» τα φορολογικά μέτρα ελάφρυνσης, ώστε το κόστος τους να περιορισθεί από 1,2. σε 1 δισ. ευρώ, ενώ παρουσίασε στους Θεσμούς υπολογισμούς, βάσει των οποίων η επιτάχυνση της ανάπτυξης και οι δευτερογενείς, θετικές επιδράσεις των ελαφρύνσεων στην οικονομική δραστηριότητα και στα δημοσιονομικά μεγέθη διασφαλίζουν, κατά την άποψή της, την εκπλήρωση του δημοσιονομικού στόχου. Επιπρόσθετα, παρουσίασε μέτρα περιορισμού της χρήσης μετρητών (πιθανή μείωση του ορίου χρήσης μετρητών από 500 σε 300 ευρώ και σημαντική αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών για να πιάσει ένας φορολογούμενος το αφορολόγητο όριο). Αυτά τα μέτρα, όπως τονίσθηκε από την ελληνική πλευρά, δίνουν ένα πρόσθετο «μαξιλάρι» εσόδων από τη μείωση της φοροδιαφυγής και καλύπτουν όποια ανησυχία μπορεί να υπήρχε για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου.
Οι αντιρρήσεις των Θεσμών
Το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι τα μέτρα... προστασίας του πλεονάσματος, όπως και οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί για την ανάπτυξη και την επίδραση των ελαφρύνσεων, είναι από τα μέτρα που κατά παράδοση οι ξένοι επιτηρητές αρνούνται να ενσωματώσουν σε υπολογισμούς, επειδή θεωρούν ότι η επίδρασή τους είναι αβέβαιη και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί εκ των προτέρων με κάποια ανεκτά περιθώρια σφάλματος.
Το δυσκολότερο στάδιο των διαπραγματεύσεων θα αρχίσει αμέσως μόλις τα τεχνικά κλιμάκια των Θεσμών, «βάλουν κάτω τα νούμερα», ενσωματώνοντας όλα τα δεδομένα που έχει παρουσιάσει η ελληνική πλευρά και καταλήξουν στην εκτίμησή τους για το πλεόνασμα του 2020 και, πιθανόν, σε ένα «μαγικό αριθμό»: την εκτιμώμενη απόκλιση από το στόχο, που θα ζητηθεί να καλυφθεί με μέτρα.
Είναι κοινό μυστικό ότι στους τεχνοκράτες των Θεσμών δεν αρέσει καθόλου η ιδέα ότι δύο διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν εφαρμόζουν βασικά μέτρα που είχαν συμφωνηθεί, δηλαδή τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και των συντάξεων, ενώ τώρα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έρχεται να προσθέσει στην εξίσωση σημαντικές φοροελαφρύνσεις.
Έτσι, δεν είναι καθόλου απίθανο (το αντίθετο), να βρεθεί ότι υπάρχει κίνδυνος για μια όχι αμελητέα απόκλιση το 2020 και να ζητηθούν διορθωτικές παρεμβάσεις σε δύο πεδία: είτε στη μείωση του όγκου του «πακέτου» φοροελαφρύνσεων, είτε ακόμη και στην επαναφορά της πίεσης για εφαρμογή της περικοπής του αφορολόγητου ορίου.
Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα που επικρατεί κυρίως στις Βρυξέλλες για την Ελλάδα, αν και είναι γενικά ευνοϊκό πολιτικά, καθώς διαπιστώνεται ότι η νέα κυβέρνηση έχει μεταρρυθμιστική ορμή και αποφασιστικότητα, δεν ευνοεί μια μεγάλη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς υπάρχει πάντα ο φόβος ότι το ελληνικό τρένο μπορεί να ξεφύγει και πάλι από τις ράγες της οικονομικής σταθερότητας, δημιουργώντας ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα για την ευρωζώνη.
Σε αυτό το κλίμα θα συνεχισθούν οι εξ αποστάσεως συζητήσεις με τους Θεσμούς, που προμηνύονται δύσκολες και θα γίνουν σε ένα πολύ στενό πολιτικό πλαίσιο, αφού η κυβέρνηση θέλει πάση θυσία να εξασφαλίσει από το Eurogroup του Δεκεμβρίου μια θετική απόφαση για τις επιστροφές κερδών από τις κεντρικές τράπεζες, που θα της δώσει μια μεγάλη δημοσιονομική «ανάσα».