Αντιμέτωπη με ένα δύσκολο παζλ θα βρεθεί το οικονομικό επιτελείο, καθώς η πολύ καλή πορεία της οικονομίας, με επιστροφή του πραγματικού ΑΕΠ στα προ πανδημίας επίπεδα κατά το β' τρίμηνο του 2021, συνοδεύεται από υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσμα και αύξηση του δημοσίου χρέους, όπως τονίζει σε ανάλυσή της η Eurobank.
Οι αυξημένες δαπάνες του δημοσίου προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα αναγκαία μέτρα στήριξης, μπορεί να μην αποτελούν άμεση απειλή, με δεδομένη τη διατήρηση του «παγώματος» των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το 2022, όμως από το 2023 και μετά εκτιμάται ότι οι κανόνες αυτοί θα επιστρέψουν σε ισχύ. Ως εκ τούτου, όπως σημειώνεται στην ανάλυση της η ελληνική τράπεζα «η καλύτερη του αναμενομένου επίδοση της ελληνικής οικονομίας, τόσο ως προς το μέγεθος της ύφεσης το 2020 όσο και ως προς το μέγεθος της ανάκαμψης το 1ο εξάμηνο 2021, συνοδεύτηκε από πολύ υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και αύξηση του δημοσίου χρέους. Η μετάβαση της οικονομίας από το 2023 στο μονοπάτι της δημοσιονομικής πειθαρχίας από το μονοπάτι της δημοσιονομικής χαλάρωσης, χωρίς μεγάλο κόστος για την ανάπτυξη, αποτελεί μεγάλο στοίχημα για τους ασκούντες την οικονομική πολιτική».
Εξετάζοντας την πορεία του ΑΕΠ στο β' τρίμηνο, η Eurobank τονίζει ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει με έντονους ρυθμούς. Η επίδοσή της το 2ο τρίμηνο 2021 την ταξινομεί σε ένα σύνολο 9 κρατών μελών της ΕΕ-27 με πραγματικό ΑΕΠ υψηλότερο σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό του 2ου τριμήνου 2020, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και οι ασκούντες την οικονομική πολιτική επέδειξαν προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία και οι προσδοκίες βελτιώθηκαν.
Σημαντικό ρόλο στην πορεία ανάκαμψης και στην ενίσχυση του οικονομικού κλίματος διαδραμάτισαν η εφεύρεση του εμβολίου και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο μεν πρώτος παράγοντας αποτελεί ένα από τα βασικά εφόδια για την καταπολέμηση της πανδημίας, ο δε δεύτερος, αναμένεται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας την επαύριον της υγειονομικής κρίσης.
Έπειτα από την απότομη και βαθιά συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2ο τρίμηνο 2020, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα κινήθηκε ανοδικά για 4ο τρίμηνο στη σειρά στο διάστημα Απριλίου - Ιουνίου 2021. Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης διαμορφώθηκε στο 3,4% και 16,2% σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση αντίστοιχα. Το εν λόγω αποτέλεσμα αναμένεται να οδηγήσει σε αναθεώρηση επί τα βελτίω των εκτιμήσεων επίσημων οργανισμών για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2021. Ήδη η κυβέρνηση, διά στόματος του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, αύξησε την πρόβλεψή της στο 5,9% από 3,6% προηγουμένως.
Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2ο τρίμηνο 2021 ήταν από τους μεγαλύτερους ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-27. Για τις περισσότερες χώρες, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν αρκετά υψηλός, λόγω της επίδρασης βάσης του 2ου τριμήνου 2020. Συγκεκριμένα, σε 20 χώρες της ΕΕ-27 η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν διψήφια (μέσος όρος 14,4% σε ετήσια βάση) και στις υπόλοιπες υπερέβη το 7,0% (μέσος όρος 8,9% σε ετήσια βάση).
Υπό το πρίσμα της προσέγγισης της δαπάνης, ήτοι της ζήτησης, η τριμηνιαία ενίσχυση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2ο τρίμηνο 2021 προήλθε από τις επενδύσεις (21,6% τριμηνιαία βάση), με τη συνιστώσα των αποθεμάτων να έχει τη μερίδα του λέοντος σε αυτό το αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, η μεταβολή των αποθεμάτων αυξήθηκε κατά 1,3 δισ. και οι επενδύσεις παγίων κατά 0,2 δισ. (σε τρέχουσες τιμές). Το εν λόγω αποτέλεσμα δύναται να ερμηνευτεί από τις προσδοκίες των επιχειρήσεων για αυξημένη ζήτηση στο μέλλον.
Επιπρόσθετα, μπορεί να οφείλεται και σε λόγους προφύλαξης, είτε για την αντιμετώπιση πιθανών εξάρσεων της πανδημίας είτε για την κάλυψη έναντι πιθανών αυξήσεων στις τιμές ενδιάμεσων αγαθών (π.χ. πρώτες ύλες). Η δημόσια κατανάλωση, για πρώτη φορά από το 4ο τρίμηνο 2019 κινήθηκε πτωτικά (-0,7% τριμηνιαία βάση), με την κυβέρνηση να συγκρατεί τις δαπάνες εξαιτίας του ανοίγματος της οικονομίας, ενώ και η ιδιωτική κατανάλωση κατέγραψε ελαφρά πτώση (-0,4% τριμηνιαία βάση).
Το τελευταίο αποτέλεσμα δεν ήταν αναμενόμενο, καθότι στο 2ο τρίμηνο 2021, και συγκεκριμένα τον Μάιο 2021, ξεκίνησε η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων του δεύτερου παρατεταμένου lockdown. Επιπρόσθετα, στο ίδιο διάστημα, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου ενισχύθηκε σε τριμηνιαία βάση κατά 6,4% από 4,0% το προηγούμενο τρίμηνο. Τέλος, οι καθαρές εξαγωγές παρουσίασαν μικρή πτώση, με την αύξηση των εξαγωγών (2,9% τριμηνιαία βάση) να υπολείπεται της αντίστοιχης των εισαγωγών (5,0% τριμηνιαία βάση).
Σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, δηλαδή το μέγεθος του πραγματικού ΑΕΠ το 4ο τρίμηνο 2019, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα το 2ο τρίμηνο 2021 ήταν ενισχυμένη κατά 0,7% (6,7% Εσθονία, 2,1% Λιθουανία, 1,9% Ρουμανία, 0,9% Λετονία, 0,8% Δανία, -2,5% Ευρωζώνη, -3,8% Ιταλία, -4,6% Πορτογαλία, -4,8% Τσεχία, -6,7% και -6,8% Ισπανία). Συνεπώς, η ελληνική οικονομία το 2ο τρίμηνο 2021 κάλυψε τις απώλειες, σε όρους πραγματικού ΑΕΠ, που προκάλεσε η υγειονομική κρίση ειδικά το 2ο τρίμηνο 2020. Η εν λόγω επίδοση ήταν αποτέλεσμα της ενίσχυσης της δημόσιας κατανάλωσης, των επενδύσεων και των καθαρών εξαγωγών αγαθών που υπεραντιστάθμισε, έστω και οριακά, τη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών υπηρεσιών.