Ηγετική θέση κατέχει ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος στην Ευρώπη και παγκοσμίως, με την παραγωγή και αξιοποίηση υψηλής ποιότητας ορυκτών κοιτασμάτων, παγκόσμιας εμβέλειας, τόνισε στην ομιλία του ο κ. Αθανάσιος Κεφάλας, Πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, κατά τη διάρκεια του διεθνούς συνεδρίου RawMat2021, που πραγματοποιείται στην Αθήνα από τις 5 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2021.Πολλα ορυκτά όπως ο βωξίτης, ο μπεντονίτης, ο περλίτης και τα μάρμαρα κατατάσσουν την Ελλάδα σε υψηλές θέσεις παραγωγής ορυκτών.
Η βαθιά γνώση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των ορυκτών πόρων, η σταδιακή μετατροπή των ελληνικών εταιρειών σε «παρόχους λύσεων» από «παραγωγούς ορυκτών και μεταλλευμάτων», η υψηλού επιπέδου τεχνική γνώση, και η εφαρμογή υψηλής τεχνολογίας και καινοτόμων μεθόδων έρευνας αποτελούν τα σημεία «κλειδιά» χάρη στα οποία σημειώνεται διαρκής ανάπτυξη του κλάδου, ο οποίος παρέμεινε σταθερός ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τα γρήγορα αντανακλαστικά των εταιρειών του ΣΜΕ, η ευελιξία και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες που απαιτούσε η δυσχερής συγκυρία αποτέλεσαν στήριγμα για την ελληνική οικονομία, τις τοπικές κοινωνίες και το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Παράλληλα, όλες οι εταιρείες του ΣΜΕ στηρίζουν τη μετάβαση στο μοντέλο κυκλικής οικονομίας καθώς θα δημιουργήσει πολλαπλά οφέλη για το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία. Είναι γνωστό ότι την αναπτυξιακή πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επόμενες δεκαετίας την καθορίζει η Πράσινη Συμφωνία, ενώ προτεραιότητα για όλους αποτελεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, θέματα όπως η επίλυση της εξάρτησης της Ευρώπης από εισαγόμενες πρώτες ύλες, η σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα που οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση σε μέταλλα και ορυκτά, η ανάγκη για πιο αξιόπιστες και φθηνές αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και η εύρεση νέας χρήσης του λιγνίτη ως πηγή εσόδων οφείλουν να καταστούν στρατηγικές προτεραιότητες για το κράτος, σε συνεργασία με τις εταιρείες του εξορυκτικού κλάδου.
Εν αντιθέσει με την πολυεπίπεδη σημαντικότητά του κλάδου, όπως η ουσιαστική συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας, την εργασιακή απασχόληση, την καινοτομία και το εμπόριο ,τονίζεται ότι η δημιουργία αξίας από τα βεβαιωμένα αποθέματα ενέχει σημαντικά εγγενή ρίσκα και υψηλά κόστη, όπως η περιορισμένη γνώση για το αποθεματικό δυναμικό γεωλογικών στοιχείων, το υψηλό κόστος έρευνας και εκμετάλλευσης, οι υπάρχουσες υποδομές και φυσικά οι ελλείψεις στον χωροταξικό σχεδιασμό, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο και η ασυνέπεια δημόσια διοίκησης και δικαίου.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Α. Κεφάλας: «Τα ορυκτά μας ‘αγκαλιάζουν’ και είναι η βάση για τη ζωή μας και τη βιομηχανία. Στην Ελλάδα λειτουργούν αρκετές εξορυκτικές επιχειρήσεις, δυστυχώς όμως με σταδιακά μειούμενο αριθμό, καθώς για τις μισές η κερδοφορία είναι ζητούμενο. Παρόλες τις δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας των εταιρειών του κλάδου, οι επενδύσεις συνεχίζονται και αγγίζουν περίπου τα €345 εκατ. το χρόνο, σε μία περίοδο χαμηλών επιδόσεων για τη χώρα. Για να μπορέσει η εξορυκτική βιομηχανία να αποτελέσει παράδειγμα και οδηγό ανάπτυξης, είναι αναγκαίο να δοθεί πρώτον, η πρέπουσα προτεραιότητα στη δημιουργία του κατάλληλου επιχειρηματικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος από τη Δημόσια Διοίκηση, να συνεχιστεί η ευέλικτη και βιώσιμη παραγωγή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και να συμβάλλουμε όλοι, πολιτεία και εκπρόσωποι του κλάδου, στην αποδοχή και υποστήριξη από την κοινωνία της υπεύθυνης και βιώσιμης εξόρυξης».