Την ψήφο εμπιστοσύνης που έδωσαν οι αγορές προς την ελληνική οικονομία με τη μεγάλη ανταπόκρισή τους στην έκδοση των δύο ομολόγων του Δημοσίου επιβεβαιώνουν και τα οριστικά στοιχεία της έκδοσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών το επιτόκιο του 5ετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 0,020%, και του 30ετούς τίτλου στο 1,675%. Το σύνολο των προσφορών και για τις δύο εκδόσεις διαμορφώθηκε σε επίπεδα άνω των 18,9 δισ. ευρώ (9,3 δισ. για το 5ετές ομόλογο και 9,6 δισ. για το 30ετές).
Ενδεικτική του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης των αγορών σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι η σύνθεση επενδυτών που ανταποκρίθηκε στις δύο εκδόσεις. Για το 5ετές ομόλογο το 82% αφορά επενδυτές από το εξωτερικό και το 18% από την Ελλάδα, ενώ το 81% είναι θεσμικά χαρτοφυλάκια. Για το 30ετές ομόλογο το 85% των επενδυτών προέρχεται από το εξωτερικό, το 15% από την Ελλάδα, ενώ το 88% είναι θεσμικοί.
Ικανοποίηση στο οικονομικό επιτελείο
Την απόλυτη ικανοποίησή του για την πορεία της έκδοσης τόσο του 5ετούς όσο και του 30ετούς ομολόγου, εξέφρασε ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, τονίζοντας παράλληλα ότι η ζήτηση δεν ήταν μόνο υψηλή αλλά και εξαιρετικής ποιότητας, γεγονός που αποδεικνύει τόσο την ελκυστικότητα των ελληνικών ομολόγων όσο και την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία.
Όπως επισημαίνει σε γραπτή ανακοίνωσή του ο υπουργός Οικονομικών, το ελληνικό δημόσιο συγκέντρωσε σήμερα το ποσό των 2,5 δισ. ευρώ, με το επιτόκιο του 5ετούς ομολόγου να είναι σχεδόν μηδενικό, ενώ αυτό του 30ετούς ήταν χαμηλότερο από την αρχική έκδοση.
Επιπρόσθετα ο κ. ΣταΪκούρας σημειώνει ότι παρά το γεγονός ότι έχουν καλυφθεί οι στόχοι του δανειακού προγράμματος για το 2021 αποφασίστηκε να υπάρξει επανέκδοση των δύο τίτλων, καθώς καταγράφεται αυξημένη ζήτηση από θεσμικούς επενδυτές σε ελληνικά ομόλογα, ενώ παράλληλα τα επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Αναλυτικότερα ο κ. Σταϊκούρας υπογράμμισε ότι «Η Ελλάδα, σήμερα, προχώρησε, για πρώτη φορά, σε ταυτόχρονη έκδοση δύο ομολογιακών τίτλων. Στην έκδοση 5ετούς και 30ετούς ομολόγου. Και το έκανε με ιδιαίτερη επιτυχία, αφού και οι δύο αυτές εκδόσεις προσέλκυσαν ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση, είχαν εξαιρετική ποιότητα και κατέγραψαν ιστορικά χαμηλές αποδόσεις.
Συγκεκριμένα, η έκδοση του 5ετούς ομολόγου έγινε με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, που αποτελεί νέο ιστορικό χαμηλό – ανεξαρτήτως διάρκειας –, ενώ αυτή του 30ετούς ομολόγου έγινε με επιτόκιο χαμηλότερο από την προηγούμενη έκδοση, η οποία είχε πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 2021.
Η διπλή αυτή έξοδος, από την οποία το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε συνολικά 2,5 δισ. ευρώ, πραγματοποιήθηκε παρότι έχει καλυφθεί ο εφετινός στόχος του δανειακού προγράμματος. Όμως, η αυξημένη ζήτηση για ελληνικούς ομολογιακούς τίτλους, και μάλιστα από μεγάλη μερίδα θεσμικών επενδυτών, έδωσε την ευκαιρία στη χώρα να βελτιώσει τη ρευστότητα της καμπύλης αποδόσεων σε ακόμη δύο σημεία, αντλώντας, παράλληλα, κεφάλαια με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους.
Η μεθοδική δουλειά του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, η υπεύθυνη και αποδοτική οικονομική πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών και το συνολικό έργο της Ελληνικής Κυβέρνησης, αποφέρουν θετικά αποτελέσματα και αναγνωρίζονται, για ακόμη μία φορά, έμπρακτα, από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Από τον Ιούλιο του 2019, όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει αντλήσει – συνολικά – 30 δισ. ευρώ από τις αγορές, εκ των οποίων τα 23,5 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Έτσι, παρά τις αυξημένες δυσκολίες και την πρωτόγνωρη αβεβαιότητα – σε διεθνές επίπεδο – καταφέρνουμε να διατηρούμε τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας σε ασφαλές ύψος. Το Υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα συνεχίσουμε την υλοποίηση μίας έξυπνης και διορατικής εκδοτικής στρατηγικής, με συνεπή παρουσία στις διεθνείς αγορές.
Όλοι μαζί λειτουργούμε με σχέδιο, υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα, ώστε να περιορίσουμε, όσο γίνεται περισσότερο, τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης και κάθε άλλης εξωγενούς δοκιμασίας, να ενισχύσουμε περαιτέρω την ανάκαμψη της οικονομίας και να οικοδομήσουμε στέρεες βάσεις για την επίτευξη ισχυρής, βιώσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης».