Αισιόδοξα μηνύματα στέλνει ο ελληνικός τουρισμός, με σημαντική αύξηση της κίνησης αλλά και των εισπράξεων, βάσει τόσο των επίσημων στοιχείων όσο και των εκτιμήσεων από παράγοντες του κλάδου.
Όπως σημειώνει σε ανάλυσή της η Alpha Bank, σημαντικό μέρος της «εκρηκτικής» σε ορισμένες περιπτώσεις ανόδου που σημειώνεται οφείλεται και στο γεγονός ότι η βάση σύγκρισης δηλαδή το 2020 ήταν αρκετά χαμηλή, ενώ πιο ουσιαστικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν εάν γίνει σύγκριση με το 2019, ένα περισσότερο φυσιολογικό έτος.
Βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος τον Ιούνιο οι διεθνείς αφίξεις εκτοξεύθηκαν κατά 317%, ενώ η μέση δαπάνη ανά ταξίδι είχε άνοδο 125% σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank «η εντυπωσιακή αυτή εξέλιξη οφείλεται κατά κύριο λόγο σε αποτελέσματα βάσης (base effects), καθώς τον Ιούνιο του 2020 οι περιορισμοί στις μετακινήσεις δεν είχαν αρθεί πλήρως και η λειτουργία των επιχειρήσεων του κλάδου δεν είχε αποκατασταθεί επαρκώς. Η πορεία της τουριστικής κίνησης τους υπόλοιπους μήνες του καλοκαιριού προβλέπεται καλύτερη του αναμενομένου».
Την ίδια ώρα, όμως, συμπληρώνουν στην έκθεσή τους όπως δείχνουν οι προσωρινές εκτιμήσεις, οι διεθνείς αφίξεις κινήθηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε επίπεδα άνω του 65% και 80% αντίστοιχα, των αφίξεων των ίδιων μηνών του 2019, ενώ εκτιμάται ότι συνολικά το πρώτο οκτάμηνο επισκέφτηκαν τη χώρα μας περισσότεροι από 6 εκατ. τουρίστες (σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Τουρισμού). Τέλος, βάσει έρευνας του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) την εβδομάδα 9-15 Αυγούστου η μέση πληρότητα των ξενοδοχείων διαρκούς λειτουργίας ανήλθε σε 71%, ενώ αντίστοιχα στα εποχικά καταλύματα σε 84%.
Συνεχίζοντας στην έκθεση της ελληνικής τράπεζας προστίθεται ότι η επιβατική κίνηση στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους σημείωσε ετήσια άνοδο ύψους 247% και 107%, αντίστοιχα. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να υπολείπεται σε σύγκριση με την επιβατική κίνηση του Ιουνίου (42%) και του Ιουλίου (62%) του 2019. Σημειώνεται ότι το 2019 ήταν έτος υψηλών επιδόσεων για τον ελληνικό τουρισμό, μεταξύ άλλων σε όρους επιβατικής κίνησης, η οποία ξεπέρασε τα 25 εκατ. επιβάτες στο αεροδρόμιο της Αθήνας, καταγράφοντας την καλύτερη επίδοσή της, ιστορικά. Επιπλέον, στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας (άλλες μεγάλες πόλεις και νησιά) η ετήσια αύξηση της επιβατικής κίνησης τον Ιούλιο προσέγγισε το 170%.
Παράλληλα, θετικά κρίνεται το γεγονός ότι τα στοιχεία για τη δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας Airbnb και συγκεκριμένα το πλήθος των αξιολογήσεων από τους επισκέπτες για τα εγγεγραμμένα καταλύματα κινείται έντονα ανοδικά, ήδη από τον Απρίλιο. Τέλος, οι επιχειρηματικές προσδοκίες στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό (καταλύματα, εστίαση, ταξιδιωτικά πρακτορεία, κ.λπ.) έχουν επανέλθει σε θετικό έδαφος και μάλιστα στα επίπεδα που είχαν καταγράψει πριν από την πανδημική κρίση.
Επιδημιολογικοί και Κλιματικοί Κίνδυνοι
Οι παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού βραχυχρόνια, είναι αφενός η επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων, αφετέρου οι αρνητικές επιπτώσεις των καταστροφικών πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν στη χώρα από το τέλος Ιουλίου και μετά.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο παράγοντα, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του τρέχοντος μηνός, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, αλλά και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, ο αντίκτυπος των πυρκαγιών στον ελληνικό τουρισμό δεν φαίνεται να ήταν σημαντικός, δεδομένου ότι οι πληγείσες περιοχές προσελκύουν μικρό ποσοστό των διεθνών αφίξεων, ενώ οι πληρότητες για τον Αύγουστο βρίσκονταν ήδη σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με την περσινή χρονιά. Εκτός από την Ελλάδα, μεγάλες δασικές πυρκαγιές εκδηλώθηκαν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις ήταν διπλάσιες σε αριθμό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας, με τις καμένες εκτάσεις να είναι επίσης σημαντικά αυξημένες.
Μακροχρόνια, ωστόσο, οι επιπτώσεις της οικολογικής καταστροφής εξαιτίας των μεγάλης κλίμακας πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν τη φετινή χρονιά αλλά και τα προηγούμενα χρόνια και της κλιματικής αλλαγής εν γένει, ενδέχεται να αποδυναμώσει τις επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού. Συγκεκριμένα, η επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών (π.χ. αύξηση της θερμοκρασίας, ακραία καιρικά φαινόμενα), η επίδραση σε κρίσιμους φυσικούς πόρους, η αλλοίωση του τοπίου κ.α. μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος της χώρας μας -το οποίο εξαρτάται άμεσα από τις εξωτερικές δραστηριότητες- και κατά συνέπεια τη ζητούμενη ποσότητα.
Ως εκ τούτου είναι σημαντικό, σύμφωνα με την έρευνα της Διανέοσις τον Ιούλιο με τίτλο «Οι Επιπτώσεις Της Κλιματικής Κρίσης Στον Τουρισμό Της Ελλάδας», εκτός από συγκεκριμένες δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν με σκοπό την προσαρμογή του ελληνικού τουρισμού στην κλιματική αλλαγή και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής (π.χ. διαχείριση τουριστικών ροών, φυσικών και πολιτισμικών πόρων, έλεγχος και περιορισμός της συγκέντρωσης της τουριστικής ανάπτυξης, ανασυγκρότηση της λειτουργίας προορισμών και της υφιστάμενης δόμησης, κ.λπ.), να αναπτυχθούν ειδικές μορφές τουρισμού (π.χ. οικοτουρισμός, αγροτουρισμός, τουρισμός τρίτης ηλικίας, τουρισμός υγείας κ.λπ.) με σκοπό τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων του κλάδου και την ανάπτυξη νέων τουριστικών περιοχών στην επικράτεια.
Επιπρόσθετα, η εξομάλυνση της εποχικότητας του ελληνικού τουρισμού (π.χ. ανάπτυξη τουρισμού πόλεων, χειμερινού τουρισμού) θα επιδρούσε θετικά στην διατήρηση υψηλών επιδόσεων αλλά και στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου.
Όπως προαναφέρθηκε, η συνολική επιβατική κίνηση στο αεροδρόμιο της Αθήνας ήταν αυξημένη κατά 107% το φετινό Ιούλιο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό. Πιο αναλυτικά, η επιβατική κίνηση εξωτερικού, η οποία συρρικνώθηκε το 2020 (-72% σε ετήσια βάση), αυξήθηκε κατά 197% το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου 2021 (Γράφημα 1α), σε σύγκριση με το ίδιο δίμηνο του 2020, έναντι αύξησης κατά 90% για την κίνηση εσωτερικού (Γράφημα 1β).
Επιπρόσθετα, το πλήθος των αξιολογήσεων για τα εγγεγραμμένα καταλύματα στην πλατφόρμα Airbnb, το οποίο χρησιμοποιείται ως μία ένδειξη για το επίπεδο της δραστηριότητας σε αυτόν τον τύπο καταλύματος, σημείωσε ραγδαίες αυξήσεις το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου σε περιοχές της χώρας με μεγάλη τουριστική κίνηση (Γράφημα 2α).
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η αύξηση ξεπέρασε το 1000% τον Ιούνιο στην Κρήτη και το Νότιο Αιγαίο και το 360% στην Αθήνα, έναντι ετήσιων μειώσεων τον ίδιο μήνα του 2020 της τάξης του 90%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2020 η τουριστική περίοδος ξεκίνησε μεταγενέστερα σε σύγκριση με το 2021, αλλά και με προηγούμενα έτη, δηλαδή σταδιακά από τον Ιούνιο, παράλληλα με τη άρση των περιορισμών στις μετακινήσεις και την οικονομική δραστηριότητα. Ανοδική τάση επικράτησε και τον Ιούλιο, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα έως και τα μέσα του μήνα, είχε ήδη πραγματοποιηθεί περίπου ο ίδιος αριθμός αξιολογήσεων στις εν λόγω τρεις περιοχές, που είχαν καταγραφεί ολόκληρο τον Ιούλιο του 2020.
Παράλληλα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2β, οι επιχειρηματικές προσδοκίες στα ξενοδοχεία επανήλθαν τον Ιούλιο σε θετικό έδαφος (9 μονάδες), για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2020 (10 μονάδες), ενώ στις υπηρεσίες εστίασης, αντίστοιχα, διαμορφώθηκαν σε 68 μονάδες που αποτελεί την καλύτερη επίδοση που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2019 (83 μονάδες).
Τέλος οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις δραστηριότητες ταξιδιωτικών πρακτορείων, γραφείων οργανωμένων ταξιδιών και υπηρεσιών κρατήσεων και συναφών δραστηριοτήτων ανήλθαν σε 6 μονάδες, με την προηγούμενη υψηλότερη τιμή να έχει σημειωθεί τον Φεβρουάριο του 2020 (17 μονάδες). Η σχετική αισιοδοξία των επιχειρηματιών των εν λόγω κλάδων και δεδομένου ότι οι ανωτέρω αποτελούν πρόδρομους δείκτες, συνεπάγεται ότι αναμένουν άνοδο της δραστηριότητας στο άμεσο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το πρώτο εξάμηνο οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (συμπ. κρουαζιέρας) παρουσιάζονται αυξημένες σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2020 κατά 51% (Γράφημα 3α). Εντούτοις, οι ταξιδιωτικές αφίξεις σημείωσαν πτώση την ίδια χρονική περίοδο, κατά 20,4% σε ετήσια βάση, καθώς η εντυπωσιακή άνοδος των αφίξεων στον Ιούνιο δεν κάλυψε πλήρως τις αντίστοιχες καλές επιδόσεις των πρώτων δύο μηνών του 2020, δηλαδή πριν το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης.
Η μέση δαπάνη ανά ταξίδι διαμορφώθηκε στο ίδιο διάστημα στα Ευρώ 631, έναντι Ευρώ 336 το πρώτο εξάμηνο του 2020 και Ευρώ 558 στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου του 2019. Παράλληλα οι τουριστικές εισπράξεις, οι οποίες κάλυπταν κατά το πρώτο εξάμηνο των ετών 2014-2019, το 43% κατά μέσο όρο του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών, ανήλθαν σωρευτικά στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου του 2021 σε 10,2% αυτού, έναντι 7,8% το ίδιο διάστημα πέρυσι (κίτρινη διακεκομμένη γραμμή). Το τελευταίο ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των εισπράξεων, καθώς το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε κατά 15,5%. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν μεν σημαντικά (+29,4% σε ετήσια βάση), ξεπερνώντας τις αντίστοιχες εξαγωγές του πρώτου εξαμήνου του 2019, αλλά μεγαλύτερη άνοδο σε απόλυτο μέγεθος, σημείωσαν οι εισαγωγές αγαθών (+Ευρώ 5,6 δισ., ή 23,8%).
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3β, οι ταξιδιωτικές αφίξεις μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2021 στις περισσότερες ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας στη Μεσόγειο, με εξαίρεση την Τουρκία και την Κύπρο όπου καταγράφηκε άνοδος. Οι δύο αυτές χώρες και η Ελλάδα, είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες σε όρους αφίξεων το πρώτο εξάμηνο του 2020, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες που περιλαμβάνονται στο γράφημα. Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί, ότι η πτώση των διεθνών τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας ήταν σημαντικά πιο περιορισμένη σε σύγκριση με την Ιταλία (στοιχεία πενταμήνου), την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Μάλτα, όπου οι ετήσιες μειώσεις κινήθηκαν από 50%, έως και 62%.
Ως ποσοστό των ταξιδιωτικών αφίξεων του πρώτου εξαμήνου του 2019, οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις φέτος στην Τουρκία ανήλθαν σε 36%, στην Κύπρο σε 21%, στη χώρα μας σε 18%, ενώ στις υπόλοιπες χώρες κινήθηκαν σε χαμηλότερα ποσοστά. Τέλος, οι διεθνείς αφίξεις στη χώρα μας από ταξιδιώτες με προέλευση της Ευρωπαϊκή Ένωση ανέκαμψαν σημαντικά το πρώτο τρίμηνο του 2021 (+153%, σε ετήσια βάση), ενώ οι η εισερχόμενη τουριστική κίνηση από χώρες εκτός ΕΕ-27 μειώθηκε σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2020, κατά 24%.