Με ρυθμό που κάθε άλλο παρά θυμίζει Αύγουστο κινείται η Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού Ταμείου Ανάκαμψης, προωθώντας τις τυπικές διαδικασίες που απαιτούνται για να υπογραφούν μέσα στον Οκτώβριο οι επιχειρησιακές συμφωνίες με τις τράπεζες για τα φθηνά δάνεια των 12,7 δισ. ευρώ, με τελικό στόχο να επιλεγούν ως το τέλος του έτους τα πρώτα project του ιδιωτικού τομέα που θα χρηματοδοτηθούν και να αρχίσουν οι εκταμιεύσεις δανείων.
Με απόφαση του διοικητή της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού Ταμείου Ανάκαμψης, Νίκου Μαντζούφα, που δημοσιεύθηκε χθες, επιλέχθηκε η δικηγορική εταιρεία «Γ.Δ. Καλλιμόπουλος - Κ.Θ. Λουκόπουλος - Α.Π. Χιωτέλλης» («KLC Δικηγορική Εταιρεία») για την παροχή εξειδικευμένης νομικής υποστήριξης αναφορικά με τη διάθεση των δανείων μέσω εμπορικών τραπεζών.
Η εν λόγω δικηγορική εταιρεία αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να διαμορφώσει τη διαδικασία πρόσκλησης για την εκδήλωση ενδιαφέροντος από τις τράπεζες που θέλουν να συμμετάσχουν στο Κανάλι Χρηματοδότησης Εμπορικών Τραπεζών, να συντάξει τη σχετική πρόσκληση και να διαπραγματευθεί την πρότυπη σύμβαση που θα συναφθεί μεταξύ της Αναθέτουσας Αρχής και των Συμμετεχουσών Τραπεζών.
Η υλοποίηση της προμήθειας θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός δύο μηνών από την υπογραφή της σύμβασης, κάτι που σημαίνει ότι μετά τα τέλη Οκτωβρίου θα μπει στο τελικό στάδιο η διαδικασία υπογραφής συμβάσεων με τις τράπεζες.
Υπενθυμίζεται ότι το ειδικό θεσμικό πλαίσιο για την πρωτόγνωρη διαδικασία χορήγησης δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης μέσω των εμπορικών τραπεζών ψηφίσθηκε στα τέλη Ιουλίου. Η σχετική τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών θα συνοδευθεί τώρα και από πολλές ακόμη υπουργικές αποφάσεις του Θόδωρου Σκυλακάκη, αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών αρμόδιου για το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να τεθεί ο νόμος σε εφαρμογή.
Σύμφωνα με τη νομοθετική ρύθμιση,
- Σχετικά με την επιλεξιμότητα επενδύσεων προς χρηματοδότηση, θα εκδώσει απόφαση ο Θ. Σκυλακάκης, προκειμένου να καθορίσει τα σχετικά κριτήρια. Δηλαδή, τα κριτήρια με τα οποία θα λαμβάνουν οι τράπεζες τις αποφάσεις σχετικά με το αν ένα σχέδιο εμπίπτει στους βασικούς τομείς που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης: ψηφιακός μετασχηματισμός, πράσινη μετάβαση, εξωστρέφεια, ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας μέσω συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων, καθώς και καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη.
- Το βάρος της αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων δεν θα πέσει μόνο στις τράπεζες, αλλά και σε ειδικούς αξιολογητές. Όπως ορίζει ο νέος νόμος, ο Θ. Σκυλακάκης δύναται να εκδίδει δημόσια πρόσκληση για τη δημιουργία καταλόγου αξιολογητών, οι οποίοι θα συνεργάζονται με τα πιστωτικά ιδρύματα και τους φορείς των επενδυτικών σχεδίων, δηλαδή τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Με αυτή την απόφαση θα καθορίζεται και οι όροι που θα πρέπει να πληρούν οι αξιολογητές και κάθε άλλη άλλη σχετική λεπτομέρεια για κατάρτιση του καταλόγου και την εκτέλεση της αξιολόγησης επενδυτικών σχεδίων.
- Ο κ. Σκυλακάκης θα έχει και την αρμοδιότητα να συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας του Δημοσίου με τις δύο θεσμικές ευρωπαϊκές τράπεζες και τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Οι συμβάσεις αυτές θα καθορίζουν τη διαδικασία διάθεσης των αναγκαίων κεφαλαίων στα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και τους όρους και προϋποθέσεις της διαδικασίας χορήγησης των δανείων. Επιπλέον, θα εξειδικεύουν περαιτέρω τα κριτήρια ελέγχου επιλεξιμότητας των επενδύσεων, όπως και τη διαδικασία ανάθεσης έργων σε αξιολογητές. Σημειώνεται ότι για τις δύο ευρωπαϊκές τράπεζες δεν προβλέπεται υποχρέωση να συνεργάζονται με αξιολογητές.
- Ένα σημαντικό στοιχείο που διευκρινίζεται με το νόμο είναι ότι οι επιχειρήσεις που θα παίρνουν δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούν να λαμβάνουν και άλλες κρατικές ενισχύσεις ή ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis). Τα δάνεια που θα λαμβάνουν θα υπολογίζονται στο σύνολο δανείων και κρατικών ενισχύσεων, επί των οποίων εφαρμόζονται ανώτατα ευρωπαϊκά όρια.
- Ο νόμος ξεκαθαρίζει και τον τρόπο πληρωμής των αξιολογητών. Για τα μικρά σχέδια, δηλαδή όσα δεν ξεπερνούν τα 500.000 ευρώ, δεν θα επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις, καθώς τις αμοιβές των αξιολογητών θα καλύπτουν οι τράπεζες. Για μεγαλύτερα ποσά επενδύσεων, όμως, η δαπάνη για την αμοιβή των αξιολογητών θα βαρύνει τις επιχειρήσεις.