Γιατί δεν επενδύουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα; Την απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας δίνει πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία «μετράει» το επενδυτικό κενό στην οικονομία με τρεις διαφορετικές μεθόδους και το προσδιορίζει μεταξύ 1,6% και 8% του ΑΕΠ για το 2019, ενώ σημειώνει ότι οι επενδύσεις των επιχειρήσεων ήταν, με διαφορά, οι χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Η μελέτη καταγράφει τις... πληγές της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που εμποδίζουν την επενδυτική δραστηριότητα σε βαθμό απογοητευτικό ακόμη και για το έτος 2019, όπου η οικονομία είχε σταθεροποιηθεί και είχε περάσει σε ανάπτυξη, μετά την πολυετή οικονομική κρίση που «γκρέμισε» το ΑΕΠ της χώρας. Όπως φαίνεται στο γράφημα, οι επιχειρηματικές επιενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν στην Ελλάδα το 2019 οι χαμηλότερες στην Ευρώπη και αντιστοιχούν περίπου στο ένα τρίτο του μέσου όρου.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις, 2019 (ποσοστό του ΑΕΠ)
Οι οικονομολόγοι του Ταμείου υπογραμμίζουν ότι οι επιχειρηματικές επενδύσεις περιορίζονται κυρίως από διαρθρωτικούς παράγοντες. Ανήλθαν, κατά μέσο όρο, στο 7% του ΑΕΠ κατά τη δεκαετία που προηγείται της μεγάλης οικονομικής κρίσης και περίπου στο 5,5% του ΑΕΠ έκτοτε.
Γιατί δεν επενδύουν, όμως, οι ελληνικές επιχειρήσεις; Οι ίδιες οι επιχειρήσεις δηλώνουν, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) που δημοσιεύθηκε το 2020, ότι επένδυσαν το «σωστό» ποσό. Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι επένδυσαν το «σωστό» ποσό είναι 71%, δηλαδή σχεδόν ίσο με το ποσοστό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που δίνουν την ίδια απάντηση (80%). Τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων αναφέρουν στην ίδια έρευνα ότι λειτουργούσαν το 2019 σύμφωνα με την παραγωγική τους δυναμικότητα, ή κοντά σε αυτό το όριο, στοιχείο που υποδηλώνει ότι πιθανόν να χρειάζονται περισσότερες επενδύσεις.
Στην ίδια έρευνα της ΕΤΕπ, οι επιχειρήσεις αναφέρουν τρία κύρια εμπόδια διαρθρωτικού -και όχι μόνο- χαρακτήρα στην επενδυτική τους δραστηριότητα:
- Το 86%, ποσοστό βελτιωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (95%), λένε ότι κύριο εμπόδιο είναι το ρυθμιστικό περιβάλλον (βλ. γραφειοκρατία).
- Το 70% (από 79% στην προηγούμενη έρευνα) αναφέρουν το κόστος ενέργειας.
- Το 71% (από 78%) αναφέρουν το κανονιστικό πλαίσιο για την αγορά εργασίας.
- Το 92% δηλώνουν ότι η αβεβαιότητα για το μέλλον εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο στις επενδύσεις.
- Το 62% των επιχειρήσεων σημειώνουν ότι η χαμηλή εγχώρια ζήτηση τις εμποδίζει να επενδύσουν περισσότερο.
Πέραν αυτών των εμποδίων, όμως, οι αναλυτές του ΔΝΤ εξετάζουν και άλλους ... παράγοντες που δυσκολεύουν την επενδυτική δραστηριότητα:
1. Οι χαμηλές αποδόσεις κεφαλαίου παρέχουν περιορισμένα κίνητρα για επενδύσεις. Η ακαθάριστη απόδοση κεφαλαίου των Μη Χρηματοοικονομικών Εταιρειών (ΜΧΕ) στην Ελλάδα σημείωσε απότομη πτώση από την προ κρίσης κορυφή του 34% το 2008 και του 38% το 2011 σε ιστορικό χαμηλό 13,7% το 2019, 10 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Η απόδοση κεφαλαίου των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων
2. Το υψηλό βάρος του χρέους εμποδίζει τις εταιρείες να επενδύσουν. Ο μέσος δείκτης καθαρού χρέους προς έσοδα των ελληνικών ΜΧΕ αυξήθηκε από το 2013. Μέχρι το 2016, είχε υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με το επίπεδο του 2008. Παρά τη σταδιακή μείωση των τελευταίων τριών ετών, οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να διαθέτουν το δεύτερο υψηλότερο ακαθάριστο χρέος στην ευρωζώνη.
Ακαθάριστο χρέος προς εισόδημα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων
3, Οι ανεπαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις -σε συνδυασμό με την κακή διοχέτευσή τους στην οικονομία ως πιστώσεων- περιορίζουν τους χρηματοδοτικούς πόρους για τις εταιρικές επενδύσεις. Επιπλέον, το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών ΜΧΕ ήταν χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ πριν από την κρίση και το χάσμα έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια. Το 2018, ο δείκτης αποταμίευσης των ΜΧΕ προς το ΑΕΠ βυθίσθηκε για πρώτη φορά σε μονοψήφιο ποσοστό.
4. Η πρόσβαση σε τραπεζικές πιστώσεις μειώθηκε σημαντικά. Η πιστωτική έκρηξη πριν από την κρίση εξαφανίστηκε εξαιτίας της κρίσης, με αρνητική πιστωτική επέκταση μέχρι το 2020. Οι τράπεζες παραμένουν μέχρι σήμερα στη διαδικασία αναδιάταξης των ισολογισμών τους, με υψηλά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που περιορίζουν την προσφορά πιστώσεων. Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΤΕπ, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να μην έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση (13%) από τον μέσο όρο της ΕΕ (6%). Οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν, επίσης, σε ποσοστό 12% έναντι 5% κατά μέσο όρο στην ΕΕ ότι αποτελεί εμπόδιο το υψηλό κόστος χρηματοδότησης, ενώ το 10% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αποτελούν εμπόδιο οι κανόνες των τραπεζών για την παροχή εξασφαλίσεων για το δανεισμό.