Παρά τις προβλέψεις για σημαντική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021, οι αναλυτές της Eurobank υπογραμμίζουν τον μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που εξακολουθεί να επικρατεί, ιδιαίτερα σε σχέση με τα τουριστικά έσοδα της χρονιάς, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους που δημιουργεί για την οικονομία η μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και επισημαίνουν ότι τον Ιούνιο οι αφίξεις επιβατών εξωτερικού στα ελληνικά αεροδρόμια αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μόλις 34% του 2019.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της διαταραχής του κορονοϊού COVID-19, αναφέρει η Eurobank στην εβδομαδιαία της ανάλυση, είναι ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας. Αυτό το στοιχείο έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, καθώς οδηγεί σε αναστολή ή και σε ακύρωση των προγραμματισμένων δαπανών κατανάλωσης και επένδυσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αντίστοιχα.
Σήμερα το τοπίο είναι λιγότερο ομιχλώδες σε σχέση με την αρχή της υγειονομικής κρίσης καθότι έχει σημειωθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση της νόσου (εμβολιαστική εκστρατεία και φαρμακευτική αγωγή) και οι φορείς της οικονομίας έχουν συσσωρεύσει γνώση για το πως να λειτουργούν και να συναλλάσσονται στις επί μέρους αγορές προϊόντων, παραγωγικών συντελεστών και χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων υπό συνθήκες πανδημίας. Εντούτοις, οι τρέχουσες εξελίξεις αναφορικά με τη μετάλλαξη Δ και την άνοδο των κρουσμάτων φανερώνουν ότι η αβεβαιότητα συνεχίζει να υφίσταται αν και όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως τον Φεβρουάριο - Μάρτιο 2020.
Ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό, η χρονική συγκυρία μόνο ουδέτερη δεν είναι ως προς τις πιθανές επιπτώσεις στην οικονομία από την αύξηση της αβεβαιότητας. Σημειώνουμε ότι κατά μέσο όρο στο διάστημα Ιουλίου - Οκτωβρίου παράγεται το 67,9% των ετήσιων τουριστικών εσόδων στην Ελλάδα (Μάιος - Οκτώβριος 89,9%). Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, θετική εξέλιξη συνιστά η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης για άρση της καραντίνας από την 19 Ιουλίου 2021 για τους πλήρως εμβολιασμένους βρετανούς πολίτες που επιστρέφουν από χώρες με «πορτοκαλί» ταξινόμηση όπως η Ελλάδα. Η εν λόγω αγορά είναι η 2η μεγαλύτερη για τον ελληνικό τουριστικό κλάδο μετά τη Γερμανία (τόσο σε όρους εσόδων όσο και σε όρους αφίξεων).
Οποιαδήποτε εκτίμηση για τα τουριστικά έσοδα του 2021 θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα, καθώς το οικονομικό - κοινωνικό περιβάλλον παραμένει ευμετάβλητο και η ελαστικότητα του τουριστικού κλάδου στην πανδημία μεγάλη. Σύμφωνα με στοιχεία της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, οι αφίξεις επιβατών εξωτερικού τον Ιούνιο 2021 ανήλθαν σε 1.181,771 χιλιάδες άτομα, δηλαδή στο 34,0% των αντίστοιχων αφίξεων του 2019.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις πρόσφατες καλοκαιρινές ενδιάμεσες προβλέψεις της, ναι μεν αναθεώρησε επί τα βελτίω την εκτίμησή της για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης στην Ελλάδα το 2021 (το ίδιο έπραξαν και άλλοι διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί), ωστόσο αναφέρει ότι οι εν λόγω προβλέψεις υπόκεινται σε υψηλή αβεβαιότητα. Η τελευταία σχετίζεται με την πορεία των τουριστικών εσόδων. Η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 αναθεωρήθηκε στο 4,3% από 4,1% προηγουμένως, ενώ για το 2022 παρέμεινε σταθερή στο 6,0%. Βάσει αυτών των προβλέψεων, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2022 αναμένεται να είναι υψηλότερο κατά 1,5% σε σχέση με το 2019 (προ πανδημίας επίπεδα σε όρους έτους).
Για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών πλην της Ιρλανδίας, οι αντίστοιχες προβλέψεις (2022 vs 2019) έχουν ως ακολούθως (βλέπε Σχήμα 1Α): Ρουμανία +8,3%, Πολωνία +7,3%, Λιθουανία +6,9%, Λουξεμβούργο +6,9%, Λετονία +6,1%, Ουγ-γαρία +6,0%, Εσθονία +5,7%, Σουηδία +5,3%, Σλοβακία +5,2%, Σλοβενία +4,9%, Βουλγαρία +4,3%, Δανία +3,6%, Γερμανία +3,2%, Μάλτα +3,0%, ΕΕ-27 +2,9%, Ολλανδία +2,8%, Κύπρος +2,7%, Φινλανδία +2,7%, Κροατία +2,7%, Τσεχία +2,5%, Βέλγιο +2,4%, Ευρωζώνη +2,4%, Γαλλία +1,7%, Αυστρία +1,6%, Ελλάδα +1,5%, Πορτογαλία +0,9%, Ισπανία +0,7% και Ιταλία -0,3%.
Ένα κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται από τις προαναφερθείσες προβλέψεις είναι ότι οι χώρες που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες σε όρους πραγματικού ΑΕΠ το 2020 εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν σχετικά βραδύτερα από ότι οι υπόλοιπες (χρησιμοποιούμε τον όρο της σχετικής ανάκαμψης καθώς λαμβάνουμε υπ’ όψιν την ύφεση των οικονομιών το 2020.
Το προαναφερθέν εκτιμώμενο αποτέλεσμα, πέραν παραγόντων που σχετίζονται με την καταστροφή παραγωγικού δυναμικού λόγω της βαθιάς ύφεσης, εν μέρει εξηγείται από την ασσυμετρία που χαρακτηρίζει τους επί μέρους κλάδους των οικονομιών ως προς την εκτιμώμενη ταχύτητα επιστροφής τους στα προ πανδημίας επίπεδα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη του παγκόσμιου οργανισμού τουρισμού (UNWTO, World Tourism Barometer, Μάιος 2021), σχεδόν το 50% των εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν την επιστροφή των παγκόσμιων τουριστικών αφίξεων στα προ πανδημίας επίπεδα το 2024 ή και αργότερα (το 37% το 2023). Ως εκ τούτου, οικονομίες με υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι πιθανόν να χρειαστούν περισσότερο χρόνο σε σύγκριση με άλλες όπου ο τουριστικός κλάδος έχει μικρότερη βαρύτητα, για να ανακάμψουν σημαντικά σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.