Με μια εντυπωσιακή αλλαγή πλεύσης, που λίγα χρόνια πριν θα έμοιαζε αδιανόητη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) την προηγούμενη εβδομάδα αποφάσισε, ομόφωνα, την αναθεώρηση της στρατηγικής της έναντι του πληθωρισμού, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια.
Η ΕΚΤ αποφάσισε την εγκατάλειψη του πανίσχυρου δόγματος ότι πληθωρισμός 2% αποτελεί το ανώτατο αποδεκτό επίπεδο, υιοθετώντας ως νέα στρατηγική την επιδίωξη της αύξησης των τιμών στην ευρωζώνη κατά 2% και επιτρέποντας βραχυχρόνια ακόμα και την υπέρβαση του 2% προκειμένου να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος για τον πληθωρισμό.
Το δόγμα της μηδενικής ανοχής στον πληθωρισμό ήταν ένα φάντασμα που στοίχειωνε τη γερμανική οικονομική σκέψη για πολλές δεκαετίες. Η εμμονή των Γερμανών με την σταθερότητα των τιμών έχει ρίζες στην εποχή του Μεσοπολέμου, όταν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης το γερμανικό μάρκο σταδιακά απώλεσε κάθε εμπιστοσύνη, απαξιώθηκε, και ο πληθωρισμός αναρριχήθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα. Τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα και οι ταπεινωτικοί – εξωπραγματικοί όροι της συνθήκης των Βερσαλλιών, που επέβαλαν οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στους Γερμανούς, προκάλεσαν αστάθεια, που οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Η εμπειρία του υψηλού πληθωρισμού, της απαξίωσης του μάρκου, η άνοδος του Χίτλερ και το δράμα του πολέμου σημάδεψαν τραγικά τη γερμανική ιστορία. Η αποτροπή μιας νέας πληθωριστικής περιπέτειας (και των δεινών που την ακολουθούν) μονοπώλησε, μεταπολεμικά, τη γερμανική οικονομική σκέψη.
Πώς φτάσαμε στην ιστορική στροφή
Η ιστορική απόφαση της ΕΚΤ για τη δραστική αναθεώρηση της στρατηγικής της για τον πληθωρισμό δεν ήρθε σε μια νύχτα και ήταν συνδυασμός πολλών παραγόντων.
- Βάση για την αλλαγή αποτέλεσε η κατανόηση των διδαγμάτων της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη και η συνειδητοποίηση της ανάγκης κοινής δράσης. Η κρίση έπιασε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς εξ απήνης και αντέδρασαν σπασμωδικά, ακολουθώντας τιμωριτικές πολιτικές (που λίγο έλλειψε να οδηγήσουν στη θυσία της Ελλάδας ως Ιφιγένειας του ευρώ) που μικρή σχέση είχαν με τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Και αυτά όταν στις ΗΠΑ λαμβάνονταν αποφάσεις χωρίς προηγούμενο, προκειμένου, να σταθεροποιηθεί η οικονομία της χώρας και να τεθεί υπό έλεγχο η χρηματοπιστωτική κρίση. Σημειώνεται ότι στην αποκλειστική συνέντευξή του στο Business Daily ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας είχε σημειώσει ότι «σαφώς η Ευρώπη κάνει την κριτική της για το πώς φέρθηκε στην Ελλάδα, ειδικά για όσους είχαν μια τιμωρητική διάθεση, αντί να βοηθήσουν στα χρόνια της κρίσης».
- Πανδημία – ύφεση. Η μεγάλη αναταραχή που προκάλεσε στην παγκόσμια οικονομία η πανδημία και η βαθιά ύφεση των οικονομιών κινητοποίησε τις αρχές επιβάλλοντας την υιοθέτηση έκτακτων μέτρων και την προσαρμογή των πολιτικών στις απαιτήσεις που δημιουργεί η εποχή και η συγκυρία.
- Δομικές αλλαγές στις κοινωνίες και τις οικονομίες. Η τεχνολογική επανάσταση και η επίδραση στην παραγωγικότητα, η υποχώρηση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, η γήρανση του πληθυσμού και η δημογραφική κόπωση διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο και απαιτούν νέες λύσεις και πολιτικές.
- Οι τεχνοκράτες της ΕΚΤ εξέτασαν σε βάθος εμπειρίες του παρελθόντος, προσέγγισαν τα νέα προβλήματα υπό το πρίσμα διαφόρων θεωριών και παρουσίασαν τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των στρατηγικών και προτεραιοτήτων. Στην κατεύθυνση αυτή, καθοριστική ήταν η συμβολή των κεντρικών τραπεζών του Νότου ώστε να τεκμηριωθεί και επιστημονικά η ανάγκη αλλαγής πολιτικής.
- Τέλος, καθοριστική φιγούρα αποδείχθηκε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία με αιχμή την υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη και το ισχυρό πολιτικό αισθητήριο που την χαρακτηρίζουν κατάφερε να ευθυγραμμίσει τις πολύ διαφορετικές, αρχικά, προσεγγίσεις και να οδηγήσει την ΕΚΤ στην επόμενη ημέρα για την αντιμετώπιση όλων των νέων προκλήσεων.
Τα οφέλη για την Ελλάδα
Τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας στις οικονομίες συμπεριέλαβαν και την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας εξακολουθεί να μην έχει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας που αποτελεί προϋπόθεση ώστε μια χώρα να μπορεί να ενταχθεί στα προγράμματα της ΕΚΤ. Οι αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ οδήγησαν σε ιστορικά χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας, απομακρύνοντας τις ανησυχίες για την βιωσιμότητα του χρέους, ενώ παράλληλα επέτρεψαν στη χώρα μας να βελτιώσει το προφίλ του χρέους.
Η διατήρηση της διευκολυντικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με την παροχή ρευστότητας, βοηθά αποφασιστικά την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας που μαζί με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο επίσης δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μπορεί να οδηγήσει σε ένα δυναμικό ριμπάουντ της ελληνικής οικονομίας.
Όπως σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ στη συνέντευξή του στο Business Daily: «Η κυβέρνηση, μετά από μία σωστή διαπραγμάτευση, μπόρεσε να εξασφαλίσει περίπου 31 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή ένα 18% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από επιχορηγήσεις, δηλαδή δωρεές, που έχουν τη μορφή μεταφοράς κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς, και περίπου 12,5 δισεκατομμύρια από δάνεια. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κονδύλι, στο οποίο αν προσθέσουμε και τα χρήματα που θα εισρεύσουν από το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, από το ΕΣΠΑ όπως ονομάζεται, τότε μιλάμε για μια εισροή πόρων ακαθάριστων της τάξης των 75 δισεκατομμυρίων τα επόμενα 6-7 χρόνια. Επαφίεται λοιπόν σε εμάς να απορροφήσουμε αυτά τα ποσά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να πραγματοποιήσουμε τις εναπομένουσες μεταρρυθμίσεις για να γίνει πιο ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία και να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Άρα, δηλαδή, είμαστε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας».