Εφικτοί αλλά όχι απόλυτα σίγουροι είναι οι στόχοι που έχει θέσει ο ESM για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τόσο φέτος όσο και το 2022, όπως υπογράμμισε ο επικεφαλής του κ. Κλάους Ρέγκλινγκ, μιλώντας στο συνέδριο του Economist, προσθέτοντας ακόμη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα την πορεία του χρέους της, μετά το πέρας της πανδημίας, προκειμένου να διασφαλίσει ότι αυτό θα παραμείνει βιώσιμο.
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας έχει εκτιμήσει ότι η ελληνική οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμό 3,5% φέτος και 6% το 2022, με τον κ. Ρεγκλινγνκ να τονίζει ότι παρά την καλή πορεία διατηρούνται οι κίνδυνοι οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τη νέα μετάλλαξη του κορονοϊού και τον αρνητικό αντίκτυπο που αυτή μπορεί να έχει σε τομείς όπως ο τουρισμός.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημείωσε, πρέπει να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας και χρειάζονται πιο στοχευμένα μέτρα, εστιάζοντας στη στήριξη της απασχόλησης και των επιχειρηματικών επενδύσεων.
Όπως υποστήριξε η ελληνική οικονομία ήταν πολύ πιο ανθεκτική στην αρχή της πανδημίας, καθώς είχε προηγηθεί την περασμένη δεκαετία μία συνολική και επώδυνη, αλλά αναγκαία προσαρμογή της, με την οποία ανέκτησε την ανταγωνιστικότητα και την πρόσβασή της στις αγορές, εξάλειψε το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και είχε υγιή ανάπτυξη.
Ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να στηρίξει με μέτρα την οικονομία σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά σημείωσε ότι τα μέτρα αυτά είχαν κόστος πάνω από 15% του ΑΕΠ τη διετία 2020 - 21. Προσέθεσε ακόμη ότι η Ελλάδα θα ωφεληθεί από τα 31 δισ. ευρώ που είναι διαθέσιμα από το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ έδωσε συγχαρητήρια στον κ. Σταϊκούρα και την κυβέρνηση για το σχέδιο ανάκαμψης, λέγοντας ότι είναι ένα πολύ καλό σχέδιο. Στο σημείο αυτό είπε ότι «θα πρέπει να προσέξουμε κάποιους μακροχρόνιους περιορισμούς για τις προοπτικές ανάπτυξης που είναι σημαντικοί, όπως το μάνατζμεντ των δημόσιων επιχειρήσεων, τη δυνατότητα του τραπεζικού τομέα να χορηγεί δάνεια στην οικονομία, το επίπεδο του μη μισθολογικού κόστους και τις ακαμψίες στην αγορά εργασίας. Δεν περιλαμβάνονται όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, είπε, στο σχέδιο ανάκαμψης».
Πρόσθεσε ότι υπάρχουν και κάποια ζητήματα που μπορούν να δυσκολέψουν την υλοποίηση του σχεδίου, σημειώνοντας ότι υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι λόγω αδυναμιών της διοίκησης και του μεγάλου αριθμού των ορόσημων που πρέπει να επιτευχθούν.
Ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ακόμη ότι πρέπει να δοθεί προσοχή στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους. «Τα χαμηλά επιτόκια», είπε, «αμβλύνουν τώρα τις ανησυχίες, αλλά αυτά μπορεί να αυξηθούν όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ολοκληρώσει το πρόγραμμά της. Αυτό δεν σημαίνει ότι κινούμαστε σε μία νέα κρίση χρέους. Ωστόσο, το βάρος από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν αυξήσει σημαντικά το χρέος και, μόλις σταθεροποιηθεί η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να ακολουθήσει έναν αξιόπιστο δημοσιονομικά δρόμο. Αν αυτός συνδυασθεί με τη δέσμευση για τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν το αναπτυξιακό δυναμικό, το ελληνικό χρέος μπορεί να παραμείνει βιώσιμο».