Η ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία αρχίζει από το δεύτερο τρίμηνο του έτους να γίνεται ορατή , όπως εκτιμά η Alpha Bank, καθώς αυξάνεται η καταναλωτική ζήτηση και ενισχύεται η επιχειρηματική εμπιστοσύνη.
Η σταδιακή επαναφορά της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας σε ρυθμούς κανονικότητας αποτυπώθηκε, τους προηγούμενους μήνες, σε σημαντικούς δείκτες, τονίζουν οι αναλυτές της Alpha Bank, όπως οι πωλήσεις οχημάτων, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο, τα έσοδα από ΦΠΑ και το ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καθώς είναι δείκτες που αντανακλούν την οικονομική συγκυρία.
Σύμφωνα με την τάση των ανωτέρω δεικτών, κατά τους πρώτους μήνες του 2021 και την πορεία του δείκτη οικονομικού κλίματος (97,9 μονάδες, τον Απρίλιο 2021, που ήταν η καλύτερη επίδοση των τελευταίων 12 μηνών), η εγχώρια οικονομία αναμένεται να εισέλθει σε πορεία ήπιας ανάκαμψης, από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, λόγω, κυρίως, δύο παραγόντων:
- Πρώτον, της ενίσχυσης των καταναλωτικών δαπανών, μέσω της ανάλωσης ενός μέρους της συσσωρευμένης αποταμίευσης του τελευταίου έτους, εξέλιξη που θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία, αφού η ιδιωτική κατανάλωση αντιπροσωπεύει περίπου το 70% του ΑΕΠ. Οι καταναλωτές είναι πλέον πιο πρόθυμοι να αυξήσουν τις δαπάνες τους, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών, έστω και συγκρατημένα, καθώς σταδιακά αίρονται τα περιοριστικά μέτρα και η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι ηπιότερη, λόγω της εξέλιξης του προγράμματος εμβολιασμού του πληθυσμού κατά της νόσου Covid-19.
- Δεύτερον, λόγω της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της βελτίωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, οι οποίοι, ως πρόδρομοι δείκτες, ουσιαστικά προεξοφλούν την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας στο άμεσο μέλλον.
Προσδοκίες καταναλωτών και λιανεμπόρων
Η εξάπλωση της πανδημίας Covid-19 στην χώρα μας, από τον Μάρτιο 2020 και μετά, είχε σημαντική επίπτωση τόσο στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, όσο και στις επιχειρηματικές προσδοκίες στο λιανικό εμπόριο, η επιδείνωση των οποίων αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στην πορεία των πωλήσεων Ι.Χ. αυτοκινήτων (Γράφημα 1α). Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε τη χαμηλότερη τιμή του εντός του πρώτου lockdown, ενώ ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αντίστοιχα, εντός του δεύτερου lockdown, δηλαδή τον Νοέμβριο. Σημειώνεται ότι η τιμή του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο 2020, ήταν η υψηλότερη που είχε καταγραφεί από τον Ιούλιο 2000. Παράλληλα, παρά το γεγονός ότι η λειτουργία του κλάδου των αυτοκινήτων δεν ανεστάλη στο πλαίσιο των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, οι πωλήσεις τους σημείωσαν πτώση, το 2020, για πρώτη φορά από το 2012, κατά 26,6%, σε ετήσια βάση.
Κατά τους πρώτους μήνες του 2021, οι ανωτέρω δείκτες σταδιακά ανακάμπτουν, με τον δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο να έχει διαμορφωθεί, τον Απρίλιο, σε θετικό έδαφος (3,2 μονάδες), για πρώτη φορά τους τελευταίους 12 μήνες, τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης να έχει ανακτήσει σχεδόν το 1/3 των απωλειών που κατέγραψε, την περίοδο Φεβρουαρίου-Νοεμβρίου 2020 και τις πωλήσεις των Ι.Χ. αυτοκινήτων να έχουν αυξηθεί ραγδαία, το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2021, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του 2020.
Εκτιμήσεις για τις μελλοντικές μεταβολές των αποθεμάτων
Η αισιοδοξία των επιχειρηματιών του κλάδου του λιανικού εμπορίου έγκειται, μεταξύ άλλων, στις βελτιωμένες εκτιμήσεις τους σχετικά με τα αποθέματα. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1β, ο σχετικός δείκτης (κινητός μέσος όρος των τελευταίων έξι μηνών) κατέγραψε έντονη κάμψη, από τον Οκτώβριο 2020 και μετά, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι επιχειρηματίες του κλάδου προβλέπουν μείωση των αποθεμάτων. Πτωτική, αν και ηπιότερη, ήταν και η τάση των εκτιμήσεων για τα αποθέματα στη βιομηχανία, κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2021.
Τι δείχνει η ετήσια άνοδος των εσόδων από ΦΠΑ τον Μάρτιο
Η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, το 2020, σε συνδυασμό με την εφαρμογή του πακέτου μέτρων στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τη μείωση φορολογικών συντελεστών σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και την αναβολή καταβολής φορολογικών υποχρεώσεων για τους πληττόμενους, οδήγησε, επιπρόσθετα, σε μείωση των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, τα έσοδα από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) ήταν μειωμένα, σε ετήσια βάση, για όλους τους μήνες του 2020 από τον Μάρτιο και μετά.
Κατά τους πρώτους δύο μήνες του 2021, η ετήσια πτώση των εσόδων ΦΠΑ για τη Γενική Κυβέρνηση ήταν ηπιότερη (-10%, κατά μέσο όρο, έναντι -24%, αντίστοιχα, την περίοδο Μαρτίου-Δεκεμβρίου 2020), ενώ, τον Μάρτιο 2021, αυξήθηκαν κατά 31%, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2020. Σημειώνεται ότι, τον Μάρτιο 2020, τα έσοδα ΦΠΑ είχαν μειωθεί κατά 45%, σε ετήσια βάση. Παρά το γεγονός ότι υπολείπονται των αντίστοιχων εσόδων του Μαρτίου 2019, τα αυξημένα έσοδα από ΦΠΑ, τον Μάρτιο 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, αποτελούν ένδειξη της σταδιακής ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας. Θα πρέπει να επισημανθεί, στο σημείο αυτό, ότι, σωρευτικά, το πρώτο τρίμηνο, τα έσοδα ΦΠΑ της Γενικής Κυβέρνησης ήταν μειωμένα, σε ετήσια βάση, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2020, τα οποία, ωστόσο, ελάχιστα επηρεάστηκαν από τα περιοριστικά μέτρα τα οποία ξεκίνησαν στα μέσα Μαρτίου.
Η ήπια ανάκαμψη της ζήτησης για εργασία και η μερική επαναφορά του εποχικού προτύπου των ροών απασχόλησης
Εξετάζοντας τους ανωτέρω δείκτες, συμπεραίνουμε ότι η σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και η βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης οδηγούν σε μια -προς το παρόν- ήπια άνοδο της ζήτησης για αγαθά. Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται και στην αγορά εργασίας, με την άνοδο του ισοζυγίου των ροών απασχόλησης αλλά και την ανάκαμψη των επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση.
Στο Γράφημα 3 απεικονίζεται το ισοζύγιο ροών απασχόλησης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ προσλήψεων και αποχωρήσεων, ανά μήνα, σε όρους αριθμού συμβάσεων, καθώς και ο κινητός μέσος όρος του Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών για την Απασχόληση. Την περσινή χρονιά, η πορεία του ισοζυγίου των ροών απασχόλησης παρέκκλινε, σε σημαντικό βαθμό, από το εποχικό πρότυπο των ετών μέχρι και το 2019 (έντονα θετικό το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου και αρνητικό τον Οκτώβριο, λόγω των εποχικών προσλήψεων και αποχωρήσεων, αντίστοιχα, κατά την έναρξη και λήξη της τουριστικής περιόδου), καθώς η άρση των περιοριστικών μέτρων για τις επιχειρήσεις του τουρισμού πραγματοποιήθηκε σταδιακά από τον Ιούνιο 2020. Ως εκ τούτου, οι εποχικές προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο ροών απασχόλησης να καταγράψει την υψηλότερη μηνιαία τιμή του έτους, τον Ιούλιο.
Επιπρόσθετα, το 2020, τόσο ο αριθμός των προσλήψεων, όσο και των αποχωρήσεων ήταν μειωμένοι σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, αφενός λόγω της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας και επομένως της ζήτησης για εργασία και αφετέρου λόγω των μέτρων στήριξης που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Κυβέρνηση που προέβλεπαν τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, προκειμένου να επωφεληθούν οι επιχειρήσεις από αυτά.
Η τελευταία τάση φαίνεται να διατηρείται, κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2021, με το ισοζύγιο ροών απασχόλησης, ωστόσο, να ακολουθεί ανοδική τροχιά, παρόμοια (σε σχήμα) του εποχικού προτύπου προηγούμενων ετών. Συγκεκριμένα, στο διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2021, το ισοζύγιο ροών απασχόλησης ανήλθε σε 81,9 χιλ. θέσεις εργασίας, έναντι -27,1 χιλ., το αντίστοιχο διάστημα του 2020 και 159,8 χιλ., το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2019. Αξίζει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι, τον φετινό Απρίλιο, τα μεγαλύτερα θετικά ισοζύγια καταγράφηκαν στους κλάδους της εστίασης, των καταλυμάτων, του λιανικού εμπορίου και των δραστηριοτήτων ανθρώπινης υγείας.
Επιχειρηματικές προσδοκίες για την απασχόληση
Αν και η επίδοση της Ελλάδας στο δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση ήταν, στο διάστημα Μαρτίου 2020-Μαρτίου 2021, μεταξύ των τριών υψηλότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27), δεν έχει ανακτήσει, ακόμα, τις απώλειες που κατέγραψε κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown στη χώρα (πορτοκαλί γραμμή, Γράφημα 3). Η τάση του δείκτη (κινητός μέσος όρος των τελευταίων τριών μηνών), ωστόσο, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2021, ήταν ανοδική, με τις επιχειρηματικές προσδοκίες να έχουν βελτιωθεί, σωρευτικά, σε σημαντικό βαθμό, στις κατασκευές και τις υπηρεσίες και οριακά στη βιομηχανία, αλλά να έχουν επιδεινωθεί στο λιανικό εμπόριο.
Οι Προοπτικές της Καταναλωτικής Ζήτησης το 2021
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, καθώς η οικονομία προχωρά σταδιακά στο άνοιγμα των επιμέρους κλάδων και την ανάκληση των περιοριστικών μέτρων, η ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται να ενισχυθεί, από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Μια τέτοια εξέλιξη εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ήπια, κατά 2,6%, σε σταθερές τιμές, που εκτιμάται ότι θα προέλθει από τη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, την κατανάλωση μέρους των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και τις ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών βαραίνει σημαντικά η δυσμενής κληρονομιά της υπερ-δεκαετούς κρίσης. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που θεωρείται χρηματοοικονομικά ευάλωτο, δηλαδή χαρακτηρίζεται από χαμηλή δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε μια αιφνίδια οικονομική διαταραχή, έχει αυξηθεί σε 50%, το 2018, από 27%, το 2009 και είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (31,9%). Ως εκ τούτου, θεωρείται αναγκαίο η άρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που στοχεύουν στα ευάλωτα νοικοκυριά να είναι σταδιακή, ώστε να αποτραπεί ένα ενδεχόμενο κύμα αθέτησης οικονομικών υποχρεώσεων και να μετριαστεί τυχόν αρνητική επίπτωση στο εισόδημα και, ως εκ τούτου, στην κατανάλωση και την οικονομική ανάκαμψη.