«Ψαλιδίζει» ελαφρώς τις προβλέψεις του για την ανάκαμψη της οικονομίας το 2021 το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών στη νέα, τριμηνιαία του έκθεση, λόγω της δυσμενέστερης από το αναμενόμενο εξέλιξης της πανδημίας και διατυπώνει δύο εναλλακτικά σενάρια για αύξηση του ΑΕΠ από 1,5% έως 4%. Παράλληλα, το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι ενδεχόμενο να φθάσει και το 2021 περίπου στο ίδιο ύψος με το 2020 και τονίζει την ανάγκη επανόδου σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Όπως εξήγησε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, ουσιαστικά η διαφορά που χωρίζει τα δύο σενάρια για την ανάπτυξη σχετίζεται με την πορεία του τουρισμού. Ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 3,5% - 4%, με βάση την πρόβλεψη ότι τα έσοδα από τον τουρισμό θα είναι περίπου διπλάσια από τα έσοδα του 2020, ενώ η ανάπτυξη θα πέσει προς το 2%, εάν δεν έχουμε πολύ τουρισμό.
Το τοπίο που περιέγραψε ο κ. Βέττας για τον τουρισμό είναι αρκετά θολό. Όπως είπε, πολλά εξαρτώνται από τα υγειονομικά θέματα: στην Ευρώπη πολλές χώρες έχουν αρχίσει καμπάνιες για να υποστηρίξουν τον εσωτερικό τουρισμό, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξουν προβλήματα αναζωπύρωσης της πανδημίας μέσα στο καλοκαίρι και να μην είναι επιθυμητό από την ελληνική πλευρά να έλθουν στη χώρα τουρίστες.
Επιπλέον, οι τουρίστες που προσελκύει η Ελλάδα ανήκουν κατά μέσο όρο στη μεσαία τάξη, η οποία έχει πιεσθεί και δεν είναι σαφές αν θέλουν να ξοδέψουν. Επίσης, σημασία έχει το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία από τις δαπάνες που θα κάνουν οι τουρίστες, που δεν θα είναι εξίσου μεγάλο, εάν οι τουρίστες κάνουν διακοπές κλεισμένοι σε ένα ξενοδοχείο.
Ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία έχει το αν θα «τρέξει» όπως είναι προγραμματισμένο το πρόγραμμα εμβολιασμού για τους επόμενους 1,5 - 2 μήνες. Σε αυτή την περίπτωση, τόνισε ο κ. Βέττας, η κατάσταση στη χώρα θα είναι πολύ διαφορετική.
Στο βασικό σενάριο του ΙΟΒΕ, η πρόβλεψη για την ανάπτυξη περικόπτεται από το 4% - 4,3% της προηγούμενης τριμηνιαίας έκθεσης στο 3,5% - 4%. Εκτιμάται ότι κύριοι παράγοντες της ανάπτυξης, σημειώνοντας διψήφια ποσοστά αύξησης, θα είναι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Αντίθετα, στο εναλλακτικό (δυσμενές) σενάριο προβλέψεων, η ανάπτυξη υποχωρεί στο 1,5% - 2%, με τη βασική υπόθεση ότι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές δεν θα σημειώσουν μεγάλη αύξηση (7% έως 9% και 6% έως 8%, αντίστοιχα).
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις του ΙΟΒΕ
«Καμπανάκι» για τα δημοσιονομικά
Σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Βέττας δεν έκρυψε την ανησυχία του για τη διόγκωση του ελλείμματος και την φετινή χρονιά, σημειώνοντας ότι το έλλειμμα του 2020 πήγε στο 10% του ΑΕΠ και η φετινή χρονιά εξελίσσεται περίπου όπως η περυσινή, κάτι που σημαίνει ότι, εάν δεν υπάρξει κάποια αναστροφή, οδηγούμαστε σε ένα έλλειμμα εξίσου υψηλό με αυτό του 2020.
«Θα είναι κάποιου είδους παγίωση» των αυξημένων ελλειμμάτων, τόνισε ο κ. Βέττας, προειδοποιώντας ότι θα είναι δύσκολο να μειωθούν μετά. «Δεν είμαστε Φινλανδία, δεν είμαστε καν Ισπανία, είναι ύψιστης σημασίας για τη χώρα να μην μπει σε κανενός το μυαλό ότι η χώρα μπορεί να έχει πρόβλημα δημοσιονομικής αστάθειας», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας, και πρόσθεσε ότι θα πρέπει το συντομότερο να φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα, ίσως όχι 3,5% του ΑΕΠ ή 2% του ΑΕΠ, αλλά πάντως ένα πλεόνασμα της τάξεως του 1% του ΑΕΠ θα πρέπει να επιτευχθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογράμμισε ότι θα πρέπει να είναι πιο επιλεκτικά τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στο εξής. Αναγνώρισε, πάντως, ότι αν δεν υπήρχαν τα μέτρα στήριξης, η ανεργία θα ήταν κοντά στο 25% σήμερα.
ΙΟΒΕ: Το τελευταίο μέρος της πανδημίας κρύβει τις μεγαλύτερες δυσκολίες
Καθώς έχει πλέον περάσει περισσότερο από ένα έτος της πανδημίας, με βαριές υγειονομικές και οικονομικές επιπτώσεις, μπορεί κανείς να κάνει έναν απολογισμό των έως τώρα εξελίξεων και διαφαινόμενων προοπτικών, αναφέρει στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ και προσθέτει:
Σαφώς, η εξέλιξη και η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν ήταν η ίδια σε όλον τον πλανήτη, με ορισμένες περιοχές να βρίσκονται πλέον πιο κοντά στην επιστροφή στην κανονικότητα και άλλες ακόμη σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πως το υγειονομικό πρόβλημα έχει αμετάκλητα τιθασευτεί και πως, συνακόλουθα, οι άμεσες οικονομικές προοπτικές είναι μόνο θετικές.
Δεδομένου του μεγέθους και των πρωτοφανών χαρακτηριστικών της κρίσης, η συνολική απόκριση δεν μπορεί να κριθεί, επί του παρόντος τουλάχιστον, ως αρνητική. Στο υγειονομικό πεδίο, έχει υπάρξει αξιόλογος, αν και όχι πλήρως ικανοποιητικός βαθμός συντονισμού, ενώ, αναφορικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί για τον εμβολιασμό του πληθυσμού, κανείς δεν θα μπορούσε να τη θεωρεί δεδομένη μόλις πριν από λίγους μήνες. Ταυτόχρονα, στο οικονομικό πεδίο η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική έχουν συντονιστεί για να προσφέρουν ένα αναγκαίο δίκτυ ασφαλείας. Όσον αφορά τις διαρθρωτικές διαστάσεις του ζητήματος, η τεχνολογική πρόοδος σε κομβικές περιοχές έχει υπάρξει πολύ σημαντική, ενώ οι κανόνες και οι δομές του παγκοσμίου εμπορίου δεν έχουν διαρραγεί και ως αποτέλεσμα, δεν αναμένει κανείς αρνητικές τάσεις στην παραγωγικότητα ή στη συμμετοχή στην εργασία μετά τη λήξη της πανδημίας.
Παρά τις παραπάνω θετικές διαστάσεις, ως κύριο χαρακτηριστικό την τρέχουσα περίοδο παραμένει η έντονη αβεβαιότητα. Από τη μία πλευρά, αναμένει κανείς ότι, καθώς το υγειονομικό πρόβλημα αμβλύνεται και γίνεται πιο εύκολα διαχειρίσιμο, θα υπάρξει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη παγκοσμίως από το καλοκαίρι και μετά. Από την άλλη, τα όρια παρεμβάσεων της οικονομικής πολιτικής εξαντλούνται, η υπερχρέωση συσσωρεύεται σε ιδιωτικό και δημόσιο επίπεδο και μια σειρά νέων προκλήσεων απαιτούν επείγουσα αντιμετώπιση.
Στην ελληνική οικονομία, η ύφεση κατά την προηγούμενη χρονιά υπήρξε βαθιά, με μέγεθος και χαρακτηριστικά που έχουν περιγραφεί ήδη στις προηγούμενες θέσεις του ΙΟΒΕ. Το πλήγμα σε κεντρικές περιοχές της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο, καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από τα μέτρα στήριξης προς εργαζόμενους και επιχειρήσεις, αναλόγως όμως το δημόσιο έλλειμμα έφτασε σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, ενώ πιέσεις εμφανίζονται πλέον και στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, κυρίως λόγω της υποχώρησης του τουρισμού και παρά την ανθεκτικότητα στη μεταποίηση και την υποχώρηση των εισαγωγών ενέργειας. Η επαναφορά αυτή σε κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, που χαρακτήρισαν και την προηγούμενη δεκαετή κρίση, αν και βέβαια για νέους εξωγενείς λόγους, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία. Αξιολογώντας τις προοπτικές ανάπτυξης για την τρέχουσα χρονιά διαφαίνεται ισχυρή ανάκαμψη στο δεύτερο μισό της με τον ρυθμό πραγματική μεγέθυνση να κυμαίνεται ανάμεσα στο 3,5% - 4%, χωρίς να αποκλείεται και μια περισσότερο αρνητική εξέλιξη. Οι τάσεις αποπληθωρισμού αναμένεται να αντιστραφούν, όπως και να υπάρχει θετική ανταπόκριση στο εμπορικό ισοζύγιο.
Τα κύρια προβλήματα είναι τρία. Πρώτον, η αβεβαιότητα για την τελική εξέλιξη του προβλήματος, που όσο παραμένει ανατροφοδοτεί την κρίση. Δεύτερον, το υψηλό επίπεδο δανεισμού που μειώνει τους βαθμούς ελευθερίας εφεξής και απαιτεί καλό συντονισμό κυβερνήσεων και του πιστωτικού συστήματος. Τρίτον, οι άμεσες πιέσεις στην εργασία και τις επιχειρήσεις, καθώς η ανεργία και οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων διατηρήθηκαν τεχνητά σε επίπεδα που δεν αντιστοιχούν στις μεγάλες δυσκολίες της πραγματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να αναλύσει κανείς σε μεγαλύτερο βάθος τις προκλήσεις και προοπτικές σε τέσσερις επιμέρους περιοχές. Τις δημοσιονομικές εξελίξεις, το Ταμείο Ανάκαμψης, την προσαρμογή στον χώρο της εργασίας και τις παρεμβάσεις στον δημόσιο τομέα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα, συνολικό αλλά και πρωτογενές, ήταν ιδιαίτερα υψηλό την περασμένη χρονιά. Αυτό συνέβη λόγω υποχώρησης των εσόδων αλλά ακόμη περισσότερο λόγω των διευρυμένων μέτρων υποστήριξης, με μεταβιβάσεις σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Τη δυνατότητα για χρηματοδότηση της οικονομίας μέσα από ένα τέτοιο υψηλό έλλειμμα, έδωσε κυρίως το πλαίσιο νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη που προσέφερε ομπρέλα προστασίας για όλα τα μέλη της. Χωρίς τις κινήσεις αρχικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ιδιαίτερα αμφίβολο εάν μία οικονομία με τόσο υψηλό δημόσιο χρέος και πρόσφατο παρελθόν κρίσης χρηματοδότησης θα μπορούσε να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια. Ως εκ τούτου, και επειδή αυτή η προστασία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη για πάντα, θα πρέπει να δρομολογηθεί πορεία της οικονομίας που να δείχνει πως βρίσκεται σε δημοσιονομική εξισορρόπηση.
Σημειώνονται τα εξής: Πρώτον, η δημοσιονομική εξισορρόπηση θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο και επώδυνο να επιτευχθεί εάν δεν ενισχυθούν οι πραγματικοί ρυθμοί μεγέθυνσής μεσοπρόθεσμα. Δεύτερον, τα ελλείμματα είναι κρίσιμο να περιστέλλονται ήδη από την τρέχουσα χρονιά σταδιακά με αυστηρότερη επιλογή για επιδοτήσεις και ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπιση. Η διοχέτευση ρευστότητας μέσω ελλειμμάτων από μόνη της δεν ευνοεί την οικονομία στον παρόντα χρόνο, όταν γίνεται πέρα από ό,τι είναι αναγκαίο. Τρίτον, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επανέλθει ήδη από την επόμενη χρονιά σε πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα είναι συστηματικά αλλά όχι υπερβολικά, μεσοπρόθεσμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Τέταρτον, το μείγμα εσόδων και δαπανών θα πρέπει να λάβει σαφές αναπτυξιακό πρόσημο, ενδεικτικά με συνέχιση ελάφρυνσης της μισθωτής εργασίας και στοχευμένη χρήση θετικών μέτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές ως κίνητρο για στροφή από την άτυπη στην τυπική οικονομία
Όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης και το σχέδιο για το οποίο δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, η σημασία του δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Αφενός, σε μια οικονομία με συσσωρευμένο βαθύ επενδυτικό κενό η εισροή πόρων που θα στηρίξουν κατά προτεραιότητα τις επενδύσεις είναι κρίσιμη. Αφετέρου, η σύνδεση της χρηματοδότησης με δομικές μεταρρυθμίσεις όπως προβλέπεται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο και έχει εξειδικευτεί εγχωρίως, δημιουργεί την ελπίδα πως η επίδραση των πόρων μπορεί να είναι καταλυτική. Όμως, οι δυσκολίες του εγχειρήματος είναι σημαντικές, τόσο για τον εξειδικευμένο σχεδιασμό εφεξής όσο και κυρίως για την εφαρμογή. Οι πόροι που θα εισέλθουν, όσο σημαντικού ύψους και να είναι, δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση για να καλύψουν το επενδυτικό κενό από μόνοι τους, αλλά είναι κρίσιμο να δημιουργήσουν πλαίσιο για κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων. Άλλωστε, σημαντικού ύψους ευρωπαϊκοί πόροι εισέρευσαν στην ελληνική οικονομία κατά τις τελευταίες δεκαετίες με διαφορετικές μορφές και όχι πάντα με θετική επίδραση. Η βαθύτερη και εγγενής δυσκολία του εγχειρήματος σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης και τους άλλους ευρωπαϊκούς πόρους είναι πως μεγάλα τμήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της επιχειρηματικότητας δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στο στενό χρονικό διάστημα που υπάρχει στην ολοκλήρωση απαιτητικών επενδυτικών σχεδίων. Συνεπώς, η επιτυχία του θα συναρτηθεί από την ευρύτερη οικονομική πολιτική και τον προσανατολισμό της.
Η σημαντικότερη πηγή ανησυχίας στο επόμενο διάστημα αφορά το πόσο γρήγορα θα μπορεί να δημιουργεί η ελληνική οικονομία νέες θέσεις εργασίας με ικανοποιητικές αμοιβές και ταυτόχρονα εάν και πώς θα υποβοηθηθούν να μεταβούν σε περισσότερο δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις εργαζόμενοι και άνεργοι. Σε συνέχεια του δημόσιου τομέα και του κλάδου των κατασκευών που σταμάτησαν να λειτουργούν ως σημαντική πηγή θέσεων απασχόλησης ήδη από την αρχή της δεκαετούς κρίσης, η νέα κρίση πλήττει άμεσα κεντρικές περιοχές της απασχόλησης όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο, η εστίαση και οι μετακινήσεις. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της εργασίας με συστηματική μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού της βάρους και στοχευμένα προγράμματα ενεργητικών πολιτικών. Ταυτόχρονά, είναι κρίσιμη η εφαρμογή καινοτόμων και αποτελεσματικών προγραμμάτων κατάρτισης σύμφωνα με τα καλύτερα διεθνή πρότυπα.
Τέλος, η νέα κρίση, σε συνέχεια της προηγούμενης δείχνει ξεκάθαρα την ανάγκη βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του ευρύτερου δημόσιου τομέα και εκσυγχρονισμού των όρων συνεργασίας του με τον ιδιωτικό. Κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλείεται πως μία κρίση όπως η τρέχουσα θα επανέλθει και στο ορατό μέλλον. Συνεπώς, η ανάγκη για ένα αποτελεσματικότερο σύστημα υγείας συνολικά είναι επείγουσα, όπως και της εκπαίδευσης, αλλά και γενικότερα λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Ειδικότερα, σχετικά με τον χώρο της υγείας, είναι πασιφανής η ανάγκη βελτίωσης της δομής και του τρόπου λειτουργίας της, όπως με ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, των ψηφιακών συστημάτων πληροφόρησης και της διασύνδεσης μονάδων.
Συνολικά, στη χώρα μπορεί να αναμένεται ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας στο δεύτερο μισό του έτους και μεγέθυνση συνολικά, χωρίς όμως να αποκλείονται νέα προβλήματα και αβεβαιότητες. Σε κάθε περίπτωση, οι προκλήσεις εξισορρόπησης και δομικής μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας παραμένουν εντονότερες από ποτέ.